Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια κακιά γυναίκα, σωστή μέγαιρα. Δεν αγαπούσε κανέναν -πέρα από τον εαυτό της-, δεν είχε κάνει ποτέ και σε κανέναν καλό και μόνο κακό λόγο είχε να πει για όλους.
Όταν πέθανε, την άρπαξαν οι δαίμονες και την πέταξαν στη Φλογισμένη Λίμνη της Κολάσεως.
Μόλις το αντιλήφθηκε ο φύλακας άγγελός της κάθισε και σκέφτηκε, “Πρέπει να θυμηθώ κάποια καλή της πράξη για να διηγηθώ στο Θεό ώστε να σώσει τη Ψυχή της”.
Θυμήθηκε και χαρούμενος όπως ήταν, πάει στο Θεό: “Αυτή, του λέει με ενθουσιασμό, έβγαλε ένα κρεμμυδάκι φρέσκο από το περιβόλι της και το έδωσε σε έναν ζητιάνο που πεινούσε”.
Κι ο Θεός απαντάει: “Πάρε, λοιπόν, εκείνο το κρεμμυδάκι και πήγαινε πάνω από τη λίμνη. Κράτα γερά το κρεμμυδάκι από τη μία άκρη και πες στη γριά να πιαστεί από την άλλη. Μόλις πιαστεί, τράβα την.
Αν καταφέρεις να την τραβήξεις έξω από τη λίμνη, τότε δικαιούται να πάει στον Παράδεισο. Όμως… αν σπάσει το κρεμμυδάκι, σημαίνει πως η Ψυχή της ανήκει στην Κόλαση”.
Έτρεξε βιαστικά ο άγγελος στη γριά και της φώναξε, “Έλα, πιάσου γερά από το κρεμμυδάκι και εγώ θα σε τραβήξω έξω”. Κι άρχισε να την τραβάει προσεκτικά.
Την είχε βγάλει σχεδόν ολόκληρη από τη λίμνη και της χαμογελούσε γεμάτος ελπίδα, μα μόλις είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί που την τραβούσε έξω, γαντζώθηκαν από τα πόδια της, για να σωθούν κι αυτοί.
Μα η γυναίκα ήταν πραγματικά κακότροπη, άσπλαχνη, κι άρχισε να τους κλωτσάει με μανία! “Εμένα θέλει να σώσει, όχι εσάς.
Δικό μου είναι το κρεμμυδάκι, όχι δικό σας, ΔΙΚΟ ΜΟΥ!” Μόλις η γριά ξεστόμισε αυτά τα λόγια, το κρεμμυδάκι έσπασε κι αυτή έπεσε πάλι στη λίμνη και καίγεται εκεί πέρα ως τα σήμερα. Ο άγγελος έβαλε τα κλάματα κι έφυγε…
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι