Γύριζα απ΄το κυνήγι, τραβώντας από μια δεντροστοιχία του κήπου. Το σκυλί έτρεχε μπροστά μου. Άξαφνα τα βήματά του έγιναν πιο αργά και φαινόταν σα να παραμόνευε κάτι.
Κοίταξα καλά και είδα ένα σπουργιτάκι με κιτρινωπό χρώμα κοντά στο ράμφος του και με πούπουλο στο κεφαλάκι του. Είχε πέσει απ΄τη φωλιά του. Ο αγέρας κουνούσε δυνατά τις σημύδες του κήπου.
Το σπουργιτάκι καθόταν ακίνητο μ΄απλωμένες τις φτερούγες του, πού μόλις άρχισαν να μεγαλώνουν, δεν μπορούσε όμως να πετάξει.
Το σκυλί μου αργά – αργά πλησίαζε το σπουργιτάκι, όταν άξαφνα από ένα κοντινό δέντρο ξεπετάχτηκε ένα γέρικο σπουργίτι με μαυρό στο στήθος του κι έπεσε σαν μια πέτρα ακριβώς μπροστά στο μούτρο του σκύλου μου.
Παραμορφωμένο, με φουντωμένα τα φτερά του και μ΄απελπισμένη και γεμάτη λύπη φωνή πήδησε μία-δυο φορέςε μπροστά στο ανοικτό στόμα του σκύλου.
Το γέρικο σπουργίτι όρμησε να γλιτώσει το παιδί του. Όλο του το σωματάκι σπαρταρούσε από φρίκη, η φωνουλα του αγρίεψε και βράχνιασε, ήταν έτοιμο να πεθάνει, να θυσιαστεί.
Σαν τι πελώριο τέρας να έβλεπε το σκυλί!
Κι όμως δεν μπόρεσε να κάτσει ήσυχα-ήσυχα πάνω στο ψηλό του κλαδί, όπου ήταν τόσο ασφαλισμένο… Μια δύναμη πιο δυνατή κι απ΄τη θέληση του το έριξε απ΄εκεί πάνω.
Ο Τρεζόρ (έτσι λέγανε το σκυλί) σταμάτησε κι έκανε πίσω, καθώς φαίνεται κι αυτός αναγνώρισε τη δύναμη.
Βιαστικά φώναξα το ντροπιασμένο σκυλί κι έφυγα απ΄αυτόν τον τόπο, γεμάτος ευλάβεια.
Έτσι ήταν και μη σας φανεί παράξενο. Αισθανόμουνα ευλάβεια μπροστά σ΄εκείνο το μικρό ηρωικό πουλί, μπροστά στη μεγάλη του στοργή.
Η αγάπη έλεγα, είναι πιο δυνατή κι απ΄το θάνατο και το φόβο του Θανάτου. Μονάχα μ΄αυτήν, μονο με την αγάπη κρατιέται και κινείται η ζωή.
Ι.Σ. Τουρκιένεφ
Περιοδ. Φίλοι Φυλακισμένων
Τευχ. 19