Είχαν νοικιάσει ένα ημιϋπόγειο εκείνα τα χρόνια λίγο παρακάτω στον άλλο δρόμο δηλαδή χωματόδρομος κι αυτός.
Έμπαιναν από την αυλή και κατέβαιναν μερικά σκαλιά για να μπουν στο σπίτι τους.Ένα καθιστικό…κι ένα ακόμα μικρό δωμάτιο….οι γονείς ένα αγόρι ένα κορίτσι…
Συμμαθητής μου το αγόρι…ο πατέρας δούλευε σε στιλβωτήριο στην Ομόνοια…
Υπήρχαν τότε….ένας μεγάλος καναπές…οι πελάτες ο ένας δίπλα στον άλλο και ακουμπούσαν τα πόδια σε ειδικά στρίποδα….
Ο στιλβωτής έβαζε δύο χαρτόνια δεξιά αριστερά για να προφυλάξει τις κάλτσες από την μπογιά και με μαεστρία βούρτσιζε και γυάλιζε τα παπούτσια.
Μεροκάματο και άντε κανένα δίφραγκο ρεγάλο κάπου-κάπου.
Η μητέρα ξενόπλενε (συνηθισμένη δουλειά τότε) ….
Και όμως αυτό το σπιτικό ήταν πάντα γεμάτο και κυρίως από αγάπη.
Πηγαίναμε τα απογεύματα να πάρουμε τον φίλο μας για την αλάνα και η μάνα του δεν μας άφηνε χωρίς να φάμε κάτι….κουταλιές χαλβά σιμιγδαλένιο…ψωμί με πελτέ…τηγανίτες….
Όλα έλαμπαν από πάστρα ….
Στις μεγάλες βροχές που οι χωματόδρομοι γινόντουσαν ποτάμια όλη η γειτονιά έτρεχε να βοηθήσει εκείνη την οικογένεια για να μη πλημμυρίσει το υπόγειο.
Τα σακιά με την άμμο ήταν έτοιμα στην αυλή καθώς και οι παλιές λαμαρίνες.
Οι γυναίκες με τις σκούπες στα χέρια επιφυλακή φορώντας αδιάβροχα.
Πολύ χάρηκα όταν έμαθα μετά από πάρα πολλά χρόνια ότι ο φίλος αυτός σε μεγάλη ηλικία παντρεύτηκε μια συνομήλικη από την γειτονιά από την παρέα.
Εκ πεποιθήσεως εργένηδες και οι δύο κατάλαβαν έστω και αργά ότι μόνος σου δεν ζείς ούτε στον Παράδεισο.
Πηγή: Πίσω στα παλιά