Κατά την απόδοση μιας εορτής τελείται η εορτή (λειτουργία) πανηγυρικά όπως και την πρώτη μέρα αυτής.
Συνήθως η απόδοση της εορτής γίνεται μετά από οκτώ ημέρες.
Απόδοση έχουν μόνο οι Μεγαλύτερες Εορτές της Εκκλησίας μας.
Ουσιαστικά παρατείνεται η εορτή.
Πως προέκυψε όμως η απόδοση των εορτών;
Πρόκειται για μια «κληρονομιά» του Μωσαϊκού Νόμου.
Με ρητή διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου, οι μεγάλες Ισραηλιτικές εορτές διαρκούσαν 8 ημέρες. (Έξοδος 2/β: 15-19, Λευϊτικό 23/κγ: 36-39 και Αριθμοί 29/κθ: 35). Αυτή τη συνήθεια την κληρονόμησε και η Χριστιανική λατρεία.
Από πολύ ενωρίς επικρατούσε η συνήθεια, (τουλάχιστον στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων), να παρατείνεται ο εορτασμός των μεγάλων Χριστιανικών εορτών του Πάσχα, των Επιφανείων και της Πεντηκοστής για οκτώ ημέρες.
Από θεολογικής πλευράς, αυτή η παράταση αποτελεί και μια υπέρβαση του ιστορικού/λειτουργικού χρόνου και μια πρόγευση της αιωνιότητας.
Μερικά παραδείγματα:
Η γιορτή των Γενεσίων της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) αποδίδεται την 12η, λόγω της εορτής της Υψώσεως του τιμίου Σταύρου που πλησιάζει, η οποία πάλι αποδίδεται κανονικά την 21η Σεπτεμβρίου.
Του Πάσχα, μετά 40 μέρες.
Η γιορτή των Εισοδίων διαρκεί από την 21η μέχρι την 25η Νοεμβρίου, των Χριστουγέννων από την 25η μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και της Μεταμορφώσεως από την 6η μέχρι της 13η Αύγουστου.
Η θεομητορική γιορτή της Υπαπαντής, εάν μεν συμπέσει στην Τεσσαρακοστή, αποδίδεται αυθημερόν, εάν όμως προηγηθεί απ’ αυτή, τότε οι ημέρες του εορτασμού και η απόδοση εξαρτώνται από το πόσο κοντά είναι προς εκείνη.
Η γιορτή του Ευαγγελισμού, (λόγω Μ.Τεσσαρακοστής), αποδίδεται αυθημερόν, όμως συμπληρώνεται στις 26, δηλαδή στη Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ.