Από μικρός ζούσε στο βουνό ένας βοσκός.

Ένα πρωί χτυπούσαν οι καμπάνες κάτω από το χωριό. Κατεβαίνει κι εκείνος.

Τρέχει για να προλάβη. Μπαίνει στην Εκκλησία και βλέπει όλους να φορούν σαμάρια.

Ντράπηκε που δεν φορούσε κι εκείνος.

Πηγαίνει στον σαμαρτζή, αγοράζει το σαμάρι του, το φοράει και γυρίζει ξανά στην Εκκλησία.

Βλέπει, κάποια στιγμή, έναν χριστιανό και έσπερνε σπόρο, έναν άλλο που ζευγάριζε και τον παπά να τρώη ψάρι την ώρα που σήκωνε τα Άγια.

Καθένας έκανε και τη δουλειά του.

Βγάζει κι αυτός το γαβάλ του-τη φλογέρα του- κι άρχισε να παίζη.

Τον πήραν για τρελό.

Με σαμάρι στην Εκκλησία και να παίζη και φλογέρα!Τον πλησιάζουν οι χωρικοί και του ζητούν να τους εξηγήση.

Κι εκείνος τους λέει:

-Ήρθα στην Εκκλησία. Σας είδα όλους να φοράτε σαμάρια. Πήγα, έδωσα τόσα λεφτά, για να’ρθω κι εγώ με σαμάρι, σαν και σας.

Είδα πάλι εκείνον που ζευγάριζε.

Εκείνον που «σέρνισκε».

Τον παπά κι έτρωγε ψάρι. Καθένας έκανε τη δουλειά του. Έβγαλα κι εγώ το γαβάλ μου- τη φλογέρα μου- κι άρχισα να παίζω…

Ρωτούν μετά και τον παπά για τα λόγια του βοσκού. Κι ο παπάς τους είπε:

-Την ώρα που έβγαζα τα Άγια, σκέφθηκα πόσο νόστιμα θα ήσαν, ζεστά – ζεστά, τα φρέσκα ψάρια που αγόρασα. Με πόση όρεξι θα τα έτρωγα.

Ρωτούν εκείνον που έσπερνε.

-Σκέφθηκα, είπε, να πάω να αποτελειώσω ένα κομμάτι που μου είχε μείνει στο χωράφι.

Το ίδιο είπε κι αυτός που ζευγάριζε.

Κατάλαβαν τότε πώς ο βοσκός ήταν άγιος και αυτοί όλοι αμαρτωλοί και τα σαμάρια που είδε ο βοσκός στις ράχες τους, ήσαν οι αμαρτίες τους.

«Γνώσις και βίωμα της Ορθοδόξου Πίστεως»

Του Πρωτοπρεσβύτερου Στεφάνου Κ. Αναγνωστοπούλου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ