O μακαριστός ηγούμενος του όσιου Δαβίδ, γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (+1991), ζούσε θαυμαστές εμπειρίες σ’ όλες τις ιερές ακολουθίες, μα ιδιαίτερα την ώρα της θείας λειτουργίας.
Όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια.
Συχνά, στη μεγάλη είσοδο ή στην αγία πρόθεση, τον έβλεπαν να μην πατάει στο έδαφος, αλλά να στέκεται και να βαδίζει στον αέρα.
Πολλές φορές αντίκριζε πάνω στην αγία τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους να κρατούν το Σώμα του Κυρίου.
«Οι άνθρωποι», έλεγε, «είναι τυφλοί και δεν βλέπουν τι γίνεται μέσα στο ναό, στη διάρκεια της θείας λειτουργίας».
Κάποτε λειτουργούσα, αλλά δυσκολευόμουν να ξεκινήσω για τη μεγάλη είσοδο, από τα θαυμαστά που έβλεπαν τα μάτια μου.
Ο ψάλτης έλεγε και ξανάλεγε:
«Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι».
Ξαφνικά, νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην αγία πρόθεση.
Νόμισα πως ήταν ο ψάλτης.
Απόρησα, πως τόλμησε ο ευλογημένος να κάνει τέτοιαν ασέβεια -να μπει από την ωραία πύλη και να με σπρώξει.
Γυρίζω, και τί να δω!
Μια τεράστια φτερούγα, που είχε περάσει ο αρχάγγελος στον ώμο μου, με οδηγούσε να προχωρήσω για τη μεγάλη είσοδο…
Τί γίνεται στο ιερό την ώρα της λειτουργίας!
Στο χερουβικό άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν, και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν πάνω στους ώμους μου…
Μερικές φορές δεν μπορώ ν’ αντέξω και κάθομαι στη καρέκλα.
Οι άλλοι ιερείς νομίζουν πως κάτι έπαθα, δεν νιώθουν όμως αυτά που βλέπω και ακούω.
Τί φτερούγισμα, παιδί μου, οι άγγελοι!
Και μόλις ο ιερέας πει το «Δι’ ευχών», φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις.
Τότε μέσα στο ναό απλώνεται απόλυτη ησυχία!».
«Απόψε παιδί μου», αποκάλυψε κάποτε σ’ ένα μοναχό, «συλλειτουργούσα με αγίους και αγγέλους σε θυσιαστήρια που δεν περιγράφονται.
Σαν πεθάνω, να πεις πως κάποιος γέροντας συλλειτουργούσε κάθε νύχτα και συζούσε με την Αγία Τριάδα».
Κάτι ανάλογο του συνέβη και με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο.
Ο π. Ιάκωβος, τελειώνοντας μια φορά την προσκομιδή, ξεκίνησε για την αγία τράπεζα.
Βλέπει τότε τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο να στέκεται δεξιά του, με τις παλάμες τη μια μέσα στην άλλη, όπως συνηθίζουν οι ιερείς να μεταλαβαίνουν το δεσποτικό Σώμα, σαν να ζητούσε κι εκείνος τη δική του μερίδα.