Ο Γερω–Δαμασκηνός ο «Κομποσχοινάς», από την Καλύβη της Αναλήψεως της Κουτλουμουσιανής Σκήτης του Αγίου Παντελεήμονος, ήταν πολύ ακτήμων.
Στο Κελλί του, είχε μόνο τις κουβέρτες που σκεπαζόταν, τα ρούχα του, λίγα τρόφιμα και μαλλί για να πλέκει κομποσχοίνια. Αυτό, ήταν το εργόχειρό του.
Ήταν ασκητής. Έκανε συνεχώς ενάτες. Η μέση του, ήταν πολύ λεπτή. Γύριζε δύο φορές η ζώνη του. Όταν ήταν στο Κουτλουμούσι, προτιμούσε να διαβάζει στην Τράπεζα για να εγκρατεύεται στο φαγητό χωρίς να τον βλέπουν οι υπόλοιποι. Μπροστά στο σπίτι του, είχε μια μουριά.
Κάποιες φορές έτρωγε κανένα μούρο κι έτσι «χαλούσε» την αγαπημένη του ενάτη. Γι’ αυτό θέλησε μια φορά να την κόψει, αλλά τον εμπόδισε ο Γερω–Παΐσιος.
Ζούσε βίο ησυχαστικό και απράγμονα.
Νερό, το Καλύβι του, δεν είχε. Πήγαινε με το κανάτι του κι έπαιρνε από το Αγίασμα του Αγίου Παντελεήμονος. Όταν αρρώσταινε, κατέφευγε στον Άγιο Παντελεήμονα για βοήθεια. Δεν ήθελε γιατρό, ούτε να βγει έξω.
Ήταν πολύ ελεήμων. Από το μικρό εργοχειράκι του, έκανε και ελεημοσύνες. Πήγαινε στα γύρω Γεροντάκια και τους ψώνιζε φαγώσιμα, παπούτσια, ρούχα.
Έδινε χρήματα στον τσαγκάρη στις Καρυές και του έλεγε να φτιάξει ένα ζευγάρι παπούτσια και να τα δώσει στον τάδε που είχε ανάγκη, αλλά να μην του πει ποιός τα κάνει «ευλογία».
Στην ανοιξιάτικη λιτανεία της Παναγίας του «Ἄξιόν Ἐστι» έπαιρνε το βάθρο της Εικόνας όπου ακουμπούσαν πάνω την Εικόνα. Μάλλον, το έκανε από ταπείνωση.
Δεν επεδίωκε να παίρνει και να βαστάζει την Εικόνα της Παναγίας ως ανάξιος αλλά μονάχα το βάθρο· καίτοι αυτό ήταν βαρύ, ενώ ο ίδιος ήταν πολύ καταβεβλημένος, αλλά και η διαδρομή αρκετά μεγάλη.
Τις νύχτες, άναβε την λάμπα κι έκανε αγρυπνία. Έλεγε την «Ευχή», έκανε μετάνοιες και, όταν τον πολεμούσε ο ύπνος, έπλεκε κομποσχοίνια.
Το παράθυρό του, ήταν απέναντι από το Καλύβι του Γέροντος Παϊσίου και όλη νύχτα φαινόταν σε αυτόν το φως της λάμπας. Κάποια φορά που συναντήθηκαν, τον ρώτησε ο Γερω–Παΐσιος:
–Καλά, εσύ, δεν κοιμάσαι καθόλου τις νύχτες;
Έκτοτε, έβαλε ένα ύφασμα στο παράθυρό του, για να μην φαίνεται το φως, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο ν’ αποκρύψει την πνευματική του εργασία.
Έλεγε με άδολη πίστη:
«Η Ελλάδα, είναι το Βασίλειον του Χριστού και της Παναγίας. Άμα χαθεί η Εκκλησία, θα χαθεί και η Ελλάδα».
Λόγος, που συναντά την βέβαιη επικαιρότητά του στο αβέβαιο σήμερα…
[«Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση», 3ο μέρος «Αποφθέγματα», σελ. 492–495, α΄ έκδοση, Άγιον Όρος 2011.]