Μια μέρα καθόταν ο Γέροντας έξω από το σπίτι μου. Ήρθε μια γυναίκα και συζήτησε αρκετή ώρα μαζί του. Ο Γέροντας επαίνεσε κάποια γνωστή της. Τότε η γυναίκα του λέει:
-Γιατί, πάτερ, την επαινείς τόσο;
-Αυτή, μάνα μου, και τι δεν έκανε. Πεθαμένους ξημέρωσε (δηλαδή ξενυχτούσε στα σπίτια που είχαν νεκρό), ορφανά βοήθησε, γεφύρια έχτισε, ελεημοσύνες έκανε.
-Πάτερ, γι’ αυτήν δεν άκουσα καλά λόγια.
-Τα κακά λόγια άκουσες και τα καλά δεν άκουσες; Αυτής τα στραβά άκουσες, τα δικά σου δεν τα ξέρεις;
-Πάτερ, τι έκανα η κακομοίρα;
– Όταν ζυγίζεις τη μισή οκά για μια κι έκλεβες στη ζυγαριά, δεν το σκεφτόσουν; Δούλεψες για τον διάβολο. Εκείνα λογάριασες και τα δικά σου δε λογάριασες;
Η γυναίκα σιώπησε και κατέβασε το κεφάλι της.