Δύο γέροντες είχαν στενοχωρηθή συναμεταξύ των. Έτυχε δέ ο ένας άπ’ αύτούς νά άρρωστήση, οπότε ήλθεν ένας άδελφός διά νά τόν έτπισκεφθη. Τότε ό γέρων παρεκάλεσε τόν αδελφόν καί τού λέγει. «Έγώ μέ τόν δείνα Γέροντα είμεθα στενοχωρημένοι μεταξύ μας.
Λοιπόν θά ήθελα νά τόν παρακαλέσης νά συμφιλιωθούμεν». Τού άπαντα ό άδελφός: «άφού τό διατάζεις άββα, θά πάγω νά τόνπαρ ακαλέσω».
Έβγήκεν έξω καί καθ’ οδόν διελογίζετο μόνος του, πώς νά χειρισθη τό ζήτημα, διότι έφοβείτο μήπως δέν δεχθή ό Γέροντας τήν μεσολάβησιν, ή μή τυχόν και γίνη μεγαλύτερη διχόνοια.
Κατ’ οικονομίαν Θεού δέ, καθώς έβάδιζε, συνήντησεν ένα μοναχόν όστις τού έπρόσφερε πέντε σύκα καί όλίγα συκάμινα. Ο άδελφός τά έπήρε καί τά έθεσε πρώτον μέσα είς τό κελλίον του.
Έπειτα έδιάλεξεν ένα σύκο και μερικά άπό τά συκάμινα και τά έφέρεν είς τόν Γέροντα όπου έμελέτησε νά πάγη. Καί τού λέγει: «Άββά, αύτά τά έφερε κάποιος είς τόν τάδε Γέροντα, ό όποιος είναι άρρωστος.
Καί, έπειδή εύρέθηκα νά είμαι έκεί μού είπε: Πάρε αύτά καί δόστα είς τόν δείνα Γέροντα». Και σού τά έφερα. Ο δέ άββάς άφού ήκουσε τά λόγια αύτά, έμεινεν άμίλητος κάμποσην ώραν καί κατόπιν είπε: «Σέ μένα τά έστειλεν αύτά;»
Ναί, άββά, τού άπεκρίθη ό άδελφός.
Τότε τά έπηρεν ό άββάς καί, είπε: «Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες».
Ύστερα έξαναγύρισεν ό άδελφός είς τό κελλίον του, έπηρε πάλιν άλλα δύο σύκα καί μερικά συκάμινα καί τά έπηγεν είς τόν άλλον Γ έροντα, τόν άρρωστον.
Κι’ άφού τού έβαλε μετάνοιαν είπε: «Δέξου τά αύτά, άββά. Σού τά δωρίζει ο Γέροντας είς τόν όποιον μέ έστειλες».
Καί άμέσως ό άββάς άνακουφίσθηκε καί είπε μέ χαράν: «ώστε έσυμφιλιωθήκαμεν;». Ό δέ άδελφός τού άπαντα: «Ναί, άββα, μέ τήν εύχήν σου».
Καί ο γέρων άνέκραξε: «Δόξα σοι ο Θεός».
Ήρώτησε κάποτε ό Άββας Άγάθων τόν Άββαν Άλώνιον. «Υπάρχει περίστασις άραγε όπού πρέπει ό άνθρωπος νά είπη ψέμα;».
Καί ό άββας Άλωνιος άπεκρίθη ότι υπάρχει, όταν παραδείγματος χάριν ένας κάμη φονικόν καί έλθη είς τό κελλί σου νά τόν κρύψης καί ή έξουσία τόν ζητεί καί σέ έρωτα έάν ξέρεις τίποτε.
Εάν δέν ψευτίσης θά παραδώσης τόν άνθρωπον είς τόν θάνατον. Προτίμησε μάλλον νά τόν συγχωρήσης ενώπιον τού Θεού καί όχι νά τόν δέσης.
Ο Θεός είναι μόνον πού γνωρίζει τά πάντα.
* * *
Είπεν ο άββας Μάρκος ότι, ό καθεαυτού ψεύτης, ομοιάζει μέ τόν υπηρέτην εκείνον, ό όποιος έκτύπησε τόν Κύριον είς τήν σιαγόνα.