Ένας μοναχός καθότανε σέ ένα μοναστήρι τής Αίγύπτου κι’ έζούσε μέ πολλήν ταπεινοσύνην. Είχε δέ μίαν αδελφήν μέσα στήν πόλιν, ή όποια έπόρνευε κι’ εφερνε μεγάλον χαλασμόν στις ψυχές.
Πολλές φορές οί γέροντες τού Μοναστηριού έπαρακινούσαν τόν μονάχον αυτόν καί επί τέλους κατώρθωσαν καί τόν έπεισαν νά πάγη νά συναντήση τήν αδελφήν του καί νά τήν συμβουλέψη, μήπως μετανοήση καί πάψη τό κακόν.
Εξεκίνησε λοιπόν ό μοναχός περπατώντας καί μόλις έπλησίαζε πλέον νά φθάση επί τόπου, τόν είδε κάποιος γνώριμος κι’ έτρεξεν έμπρός καί ειδοποίησε τήν αδελφήν του καί τής λέεί.: «Ό άδελφός σου ήλθε κκί είναι στήν πόρταν».
Εκείνη μόλις τό ακουσε, έσυγκινήθη σύγκορμα, άφισε παρευθύς τούς άγαπητικούς καί ξυπόλυτη καθώς ήτο, έβγήκεν έξω νά άνταμώση τόν άδελφόν της. Κι’ ένώ αύτή άπλωνε τά χέρια της καί τόν άγκάλιαζε, λέει της εκείνος : «Αδελφή μου, γνησία καί άγαπημένη! Λυπήσου τήν ψυχήν σου, γιατί πολλοί καταστρέφονται άπό σένα.
Καί πώς θά ή μπόρεσης νά βαστάξης τό άσβηστον καμίνι καί τό φαρμακερόν βασανιστήριον τής κολάσεως;»
Όταν ακουσε αύτά εκείνη, άρπάχθη άπό τόν φόβον καί τού λέει: «Ξέρεις άν έχω σωσμόν άπό τήν στιγμήν αύτήν;»
Τής λέει ό άδελφός: «Άν θέλης, θά σωθής».
Εκείνη άμέσως έπεσε γονατιστή έμπρός του καί τόν έπαρακαλούσε, νά τήν πάρη μαζί του στήν ερημιάν.
Εκείνος της άπεκρίθη καί της λέει: « Έμπα πρώτα στό σπίτι, φόρεσε τά παπούτσια σου, ρίξε τό μαντήλι στό κεφάλι σου καί άκολούθα με».
Λέει του πάλιν έκείνη: «Πάμε νά φύγουμε κατ’ εύθείαν. Καλύτερα νά μέ κάψη ό ήλιος, προτιμώ νά γδαρθούν τά ποδάρια μου, παρά νά ξαναμπώ μέσα στό μαγαζί αυτό τής άνομίας».
Καθώς λοιπόν έπερπατούσαν κι’ έφευγαν, τήν έσυμβούλευεν ό άδελφός πρός τήν μετάνοιαν.
Στό μεταξύ έκείνος, επειδή είδεν άπό μακρυά νά έρχωνται κάτι γνωστοί του, της λέει: «Κοντοστάσου ολίγον έως ίίτου μας προσπεράσουν οί γνωστοί μου, αύτοί, γιατί δέν ήξεύρουν πώς είσαι άδελφή μου».
Κι’ έκείνη ύπεχώρησεν ολίγον.
Ύστερα τήν φωνάζει καί τής λέει: «Προχωρούμε στόν δρόμον μας, άδελφή μου».
Εκείνη όμως δέν άπήντησε τίποτε, άλλά έπεσε χάμω χωρίς πιά νά σαλέψη.
Πάει νά τήν πλησιάση έκείνος καί τήν βρίσκει νεκρήν. Βλέπει τά πόδια της καί ήτανε καταματωμένα άπό τά γδαρσίματα.
Όταν έφθασεν είς τούς Γέροντας, τούς είπε τά διατρέξαντα καί οί Γέροντες έλογοφέρανε μεταξύ τους, τί άραγε νά άπέγινεν ή ψυχή της.
Κι’ ένας άπό τούς Γέροντας, έλαβε θείκήν άποκάλυψιν ότι, επειδή δέν έστάθη νά σκεφθη διά τό κορμί της καί δέν έβαρυγγόμησε καθόλου μέσα σέ τόσην πληγήν, Γι’ αυτό έκαλοδέχθηκεν ό Θεός τήν μετάνοιαν της.