Κάποια καλογριούλα μου ἔγραψε, λέει: Γέροντα, ἀκοῦμε ὅτι θά ῾ρθουν οἱ Τοῦρκοι καὶ δὲν ξέρουμε τί νὰ κάνουμε.
Ἄ! ἄκουσε, παιδάκι μου, τῆς λέω. Δὲν ἔχεις ὑπακοή. Διότι ἂν εἶχες ὑπακοή, τότε: «Τί μὲ νοιάζει ἐμένα; Ὅ,τι μου πεῖ ἡ Γερόντισσα· ὅ,τι μου πεῖ ἡ Γερόντισσα. Δὲν εἶναι Γερόντισσα ἡ Μ.; Ἔ, ὅ,τι πεῖ ἡ Μ., ἐμένα δὲν μὲ νοιάζει». Αὐτὴ εἶναι ὑπακοή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ φοβᾶσαι, ἔχεις θέλημα μέσα σου, ἔχεις θέλημα μέσα σου, ἔχεις θέλημα.
Ξέρετε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Γέροντάς μας (Ἰωσὴφ) ἦταν τῶν ἄκρων ἡσυχαστὴς καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καὶ ὅμως δὲν μᾶς παρέδωσε ὡς πρῶτο τὴν ἡσυχία ἢ τὴν νοερὰ προσευχή, ἀλλὰ μᾶς παρέδωσε τὴν ὑπακοὴ τὸ κοινόβιο!
Καὶ τὰ βιβλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἂν παρακολουθήσετε, θὰ δεῖτε ὅτι πολλοὶ μὲ εὐκολία, μὲ πολλὴν ἄνεση ἁγίασαν, ἁγιάσθησαν οἱ ψυχές των, δίχως νὰ κάνουν κόπους, δίχως νὰ κάνουν θυσίες, δίχως νὰ κάνουν ἀσκητικοὺς ἀγώνας, ἀλλὰ τί; Ἐδιάλεξαν τὴν ὑπακοή.
Ἡ ὑπακοὴ φέρει τὸν ἄνθρωπο ὄχι μόνο σὲ ἀπάθεια σωματική, ἀλλὰ καὶ πνευματική.
Βολιδοσκοπήσατε ἀπὸ ποῦ ξεκινάει ἡ ὑπακοή. Ἀπὸ τὴν Τριαδικὴ Θεότητα. Ὁ Χριστὸς λέει ὅτι «ἦρθα νὰ κάνω ὄχι τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Λουκ. 22,42). Ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ ὑπακοή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅποιος κάνει ὑπακοή, γίνεται μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ!
Βεβαιώθηκα μὲ πείρα ὅτι ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἀνωτέρα της προσευχῆς.
Θέλεις ν᾿ ἀποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, ὅταν λὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», νὰ τρέχουν τὰ δάκρυα ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια σου; Θέλεις νὰ ζήσεις τὴ ζωὴ τῶν ἀγγέλων; «Εὐλόγησον», «νά ῾ναι εὐλογημένο». Ὑπακοή…!!!
Ὁ μεγάλος ἀγώνας τοῦ εἶναι νὰ μὴν πιστεύει τὸν λογισμό του. Ἔ, ὁ Γέροντας τώρα λείπει, ρώτησε τὸν ἀδερφό σου κι ὅ,τι σου πεῖ ν᾿ ἀκούσεις. Δὲν εἶναι μικρὸς ἀγώνας νὰ ρίξεις τὸν ἑαυτό σου κάτω, δὲν εἶναι μικρὸς ἀγώνας.
Μὰ ἀλλιῶς δὲν γίνεται, ἀλλιῶς δὲν γίνεται. Ἂν θέλεις ν᾿ ἀκολουθήσεις τὸν καλογερικὸ νόμο, ἐκεῖ θὰ πατήσεις.
Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης – Λόγοι Διδαχῆς