Κι ἐδῶ ἐρχόμαστε στὴν τελικὴ φάση τῆς ἔρευνάς μας ὅσον ἀφορᾶ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ἐρχόμαστε στὴ συνάντηση μὲ τὴν ἀνθρώπινη κοινότητα.
Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη κοινότητα μᾶς προσεγγίζει ἀπὸ δύο διαφορετικὲς σκοπιές. Ἀπὸ τὴ μιὰ εἶναι ἡ κοσμικὴ κοινότητα, τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων γύρω μας, στὸ ὁποῖο ἀνήκουμε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι ἡ κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ἐπίσης ἀνήκουμε.
Στὴν κοσμικὴ κοινότητα ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο.
Ἡ κεντρικὴ πράξη στὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, μία πράξη διὰ τῆς ὁποίας ὁ Μεγάλος, ὁ ἐλεύθερος Θεὸς γίνεται ἕνα μέ μᾶς, συμμετέχει στὰ προβλήματά μας αἰωνίως. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο πρέπει νὰ συμμετέχει καὶ ὁ χριστιανός.
Δὲν τὸ εἶπε ἐξάλλου ὁ Χριστός; «Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς…»(Ἰωάννης 20,21). Ὅπως εἶπε καὶ τὸ ὅτι σᾶς στέλνω στὸν κόσμο ὡς πρόβατα μεταξὺ λύκων, καὶ τὸ ἄλλο, νὰ εἴμαστε στὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ μὴν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰωάννης 17,13-21).
Αὐτὸ μᾶς ἐπιφορτίζει νὰ πλησιάσουμε ὅλο τὸν κόσμο καὶ κάθε μέλος τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας προσωπικά, ἀλλὰ καὶ μὲ νέο τρόπο: ἐν Θεῷ καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἐπίσης νὰ ζυγίζουμε τὸ καθετὶ μὲ νέο τρόπο, μὲ τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν ἦρθε νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τὸν σώσει, τοῦ Θεοῦ ποὺ τόσο ἀγάπησε τὸν κόσμο, ὥστε νὰ θυσιάσει τὸ μονογενῆ Του Υἱὸ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας μας.
Στὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει μιὰ ριζικὴ ἀλλαγὴ ἀξιῶν ὅσον ἀφορᾶ τὴ συνάντηση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου.
Ὄχι ὅτι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ παύουν νὰ ἔχουν τὸ ἴδιο νόημα, ἀλλὰ τὸ κακὸ ἀντιμετωπίζεται ὡς πληγὴ ποὺ ἀπασχολεῖ τὸν πλησίον μας καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία πάσχουμε καὶ ἐμεῖς. Μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ μισοῦμε τὸ κακὸ καὶ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας πάρα πολύ, μέχρι θανάτου.
Κάποιος Ρῶσος ἐπίσκοπος ποὺ μαρτύρησε εἶχε πεῖ ὅτι εἶναι προνόμιο τοῦ χριστιανοῦ νὰ πεθάνει ὡς μάρτυρας γιατί μόνο ἕνας μάρτυρας μπορεῖ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως νὰ σταθεῖ ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τοὺς διῶκτες του: «Κύριε, στὸ ὄνομά Σου καὶ σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμά Σου τοὺς συγχωρῶ. Μὴν τοὺς ζητήσεις τίποτε ἄλλο».
Αὐτὴ ἡ ἀνατροπὴ τῶν ἀξιῶν κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀπὸ τὴ θανάτωση τοῦ ἀθώου ὑπὲρ τοῦ ἐνόχου. Βλέπουμε τρεῖς σταυροὺς πάνω στὸ Γολγοθά: Τῶν δύο ληστῶν καὶ τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ληστὴς στὰ ἀριστέρα του Χριστοῦ κρίνει σύμφωνα μὲ τὶς ἀνθρώπινες ἀξίες -ἐὰν ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη διέπραξε τὸ ἔγκλημα νὰ σταυρώσει ἕναν ἀθῶο, τότε χάνει τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκαλεῖται δικαιοσύνη.
Ἔτσι ὁ ἐγκληματίας μπορεῖ νὰ τὴν ἐγκαλέσει, νὰ τὴν βρίσει, νὰ τὴν ἀπορρίψει, νὰ τὴν ἀρνηθεῖ.
Καὶ πεθαίνει σὲ κατάσταση ἐπαναστάσεως. Ὁ ληστὴς στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ, βλέπει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη εἶναι δυνατὸ νὰ διαπράξει ἀδικία καταδικάζοντας ἕναν ἀθῶο, ὅπως καὶ ἕναν ἔνοχο. Δέχεται τὸν πόνο καὶ τὴν καταδίκη του, ἐπειδὴ ἕνας ἀθῶος ὑποφέρει μαζί του. Ἔτσι βρίσκει τὴν εἰρήνη καὶ πάει στὸν Παράδεισο.
Ἀπὸ τὴ σταύρωση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μπρός, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς παρουσιάστηκε σὰν ἐγκληματίας, δὲν μποροῦμε νὰ κρίνουμε τοὺς ἐγκληματίες μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τοὺς ἔκρινε ὁ ἀρχαῖος κόσμος. Δὲν μποροῦμε πλέον νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴ μαρτυρία τῆς λογικῆς καὶ τῶν αἰσθήσεών μας.
Τὶς πράξεις ποὺ καταδικάζουμε τὶς βλέπουμε κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ διέπραξε τὸ κακό.
Ὅταν μάλιστα εἴμαστε ἐμεῖς τὰ θύματα αὐτῶν τῶν πράξεων, τότε παίρνουμε ξεχωριστὴ δύναμη, τὴ θεία δύναμη νὰ συγχωροῦμε αὐτὰ τὰ κακὰ καὶ τώρα καὶ γιὰ πάντα. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ προσευχὴ μας εἶναι μιὰ κατάσταση διὰ τῆς ὁποίας παρουσιάζουμε στὸν Θεὸ ὅλα ὅσα συμβαίνουν σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ Αὐτόν.
Ἡ προσευχὴ μας ἔχει μιὰ ἱερατικὴ λειτουργικότητα. Πρέπει νὰ θυσιάσουμε τὸ ἐγώ μας. Εἴμαστε τὸ βασίλειο ἱεράτευμα ποὺ καλεῖται νὰ καθαγιάσει τὰ πάντα.
Καταδικάζουμε τὸ κακὸ ποὺ βλέπουμε νὰ γίνεται, ἀλλὰ ὁ δράστης εἶναι ἀδελφός μας καὶ πρέπει νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ πεθάνουμε γι’αὐτόν. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ νόημα τῆς μεσολάβησης ποὺ θὰ ἐξετάσουμε ἀργότερα.
Ἀνακαλύπτουμε τὸ Θεὸ ἐν τῷ Χριστῷ μέσα στὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ γνήσια χριστιανικὴ συνάντηση περιλαμβάνει τὸν ἀόρατο κόσμο, στὴν ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική του μορφή, καὶ τὸν Θεὸ τοῦ σύμπαντος σὲ ὅλη τὴν ἀόρατη ὀντότητά Του.
Ἡ χριστιανικὴ συνάντηση πρέπει νὰ περιλαμβάνει τὸ σύμπαν ὁλόκληρο. Ὁ μὴ πιστὸς δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ μέρος τοῦ κόσμου ποὺ εἶναι ἀόρατο.
Δυστυχῶς καὶ ὁ χριστιανὸς μένει συχνὰ τυφλὸς στὴν παρουσία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, καὶ αὐτὸ τὸ θεωρεῖ ἀρετή. Στὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ χριστιανοῦ ὅμως πρέπει νὰ περιλαμβάνεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη κοινότητα, μὲ ὅλα της τὰ προβλήματα καὶ ὅλο της τὸ μέλλον, τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ ἀπώτερο.
Ἡ προσευχὴ τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νὰ ‘ναι τόσο πλατιά, ποὺ νὰ τὰ χωράει ὅλ’ αὐτά. Ἂν φέρναμε πιὸ συχνὰ στὸ νοῦ μας πὼς τὸ καθετὶ ἔχει ἀξία καὶ τίποτε δὲν εἶναι βέβηλο παρὰ μόνο ὅταν ἐμεῖς τὸ κάνουμε νὰ εἶναι, ἀρνούμενοι τὴν ἁγιότητά του, θὰ εἴχαμε λιγότερες παρεμβολὲς στὴν προσευχή μας.
Ὁ κόσμος μπορεῖ καὶ μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν προσευχόμαστε.
Ὅταν μάλιστα κάτι μᾶς στενοχωρεῖ καὶ συγχρόνως αἰσθανόμαστε ἀνήμποροι νὰ βροῦμε τὸν Θεὸ μὲ ἡσυχία, τότε προσπαθοῦμε -χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι σωστὸ- νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὸ μυαλὸ μας αὐτὴ τὴ στεναχώρια σὰν νὰ ἦταν ἐμπόδιο ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ σέ μᾶς.
Θεωροῦμε κακὸ νὰ βρεθεῖ κάτι ἄλλο νὰ τραβήξει τὴν προσοχή μας ὅταν στεκόμαστε μπροστὰ στὸ Θεό. Νομίζω πὼς ἀντίθετα μποροῦμε τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεὸ μοιράζοντας μαζί Του τὴ στενοχώρια μας, ἀντὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὴν ἀποδιώξουμε.
Πρέπει μάλιστα νὰ Τοῦ τὴν παρουσιάσουμε μὲ κάθε λεπτομέρεια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια καὶ νηφαλιότητα, νὰ Τοῦ τὴν παρουσιάσουμε ὅπως ἡ μητέρα φέρνει τὸ παιδί της στὸ γιατρὸ ποὺ τοῦ ἔχει ἐμπιστοσύνη. Καὶ νὰ ποῦμε στὸ Θεό: «Μόνο γι’ αὐτὸ μπορῶ νὰ Σοῦ μιλήσω τούτη τὴ στιγμή. Σὺ ὡς παντογνώστης δὲς τὸ πρόβλημά μου, κατανόησέ το μὲ τὴ δική Σου κατανόηση».
Ὅταν λοιπὸν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο φέρνουμε μπροστὰ στὸν Θεὸ κάποιο πρόσωπο ἢ κατάσταση ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, θὰ πρέπει νὰ μπορέσουμε νὰ ἀποδεσμεύτουμε ἀπ’ αὐτό. Ἀλλὰ τοῦτο ἀπαιτεῖ πίστη, ὅπως καὶ ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ὁποιαδήποτε φροντίδα ἀποτελεῖ τὸ μέτρο τῆς πίστης μας.
Ἐὰν μπορέσουμε νὰ ποῦμε: «Κύριε, τώρα Σοῦ τὰ εἶπα ὅλα, ἡ καρδιά μου εἰρήνεψε καὶ μπορῶ νὰ ἀφεθῶ σὲ Σένα», ἐὰν ἡ καρδιὰ μας εἰρηνέψει πραγματικά, ἐὰν ὁ νοῦς μας ἐλευθερωθεῖ πραγματικὰ ἀπὸ τὴ σταναχώρια, τότε ἢ πίστη μας εἶναι πλήρης.
Ἐναποθέσαμε τὸ φορτίο μας στὰ πόδια τοῦ Θεοῦ καὶ Ἐκεῖνος τὸ κουβαλάει ἤδη στοὺς πλατεῖς ὤμους του.
Ἂς πάρουμε θάρρος ἀπὸ τὴν ἱστορία ἐκείνου τοῦ μοναχοῦ ποὺ προσευχόταν γιὰ τοὺς γείτονές του, ὥσπου, σταδιακά, μὲ τὸ νὰ περιτυλιχθεῖ τόσο μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἔχασε κάθε ἐπαφὴ μὲ τὰ γήινα. Τότε ἀκριβῶς, μέσα στὸν Θεό, ξαναβρῆκε τοὺς γείτονες γιὰ τοὺς ὁποίους προσευχόταν.
Ἔτσι βλέπουμε πόσο εὔκολο εἶναι στὴ στενοχώρια μας νὰ συναντήσουμε τὸ Θεό, ἐφόσον φέρουμε ἐμπρός Του τὶς στενοχώριες μας μὲ ἁπλοχεριὰ καὶ χωρὶς ἰδιοτέλεια. Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας.
Αὐτὸς μᾶς δημιούργησε, καὶ ἔγινε ἄνθρωπος στὴν πιὸ πλήρη, πιὸ ὀδυνηρή, πιὸ πλούσια καὶ πιὸ ταπεινὴ ἔννοια τῆς λέξης, γιὰ νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ μᾶς φέρει κοντά Του.
Μὲ τὴν προσευχὴ τῆς συμπόνοιας πρέπει τόσο νὰ ἐμπλεκόμαστε μὲ τὰ ἀνθρώπινα ὅσο καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Του. Χρειάζεται νὰ προβαίνουμε σὲ δραστηριότητες ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν προσευχή μας καὶ τὴν καταξιώνουν.
Προσευχὴ χωρὶς ἔργα εἶναι ἕνα ψέμα. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ οὐσιαστικὴ φύση τῆς μεσιτείας στὴν προσευχή.