Ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ σχέση ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁρατὸ κόσμο καὶ τὸ ἀόρατο ἄγνωστο. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶπα πὼς ἡ προσευχὴ εἶναι μιὰ ἀναζήτηση, μιὰ ἐξερεύνηση στὸν ἀόρατο κόσμο τοῦ προσωπικοῦ μας βάθους ποὺ μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει καὶ ποὺ μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει.

Καὶ εἶναι διὰ τῆς προσευχῆς πού, ψηλαφητὰ στὴ ἀρχή, καὶ μέσα στὸ φέγγος μιᾶς νέας ὅρασης, ζητᾶμε καὶ βρίσκουμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό μας μὲ κάποιο τρόπο συσχετισμοῦ.

Καὶ ὅταν ἀργότερα ἕνα δυνατότερο φῶς μᾶς ἐπιτρέψει νὰ δοῦμε ὅ,τι μπορέσουμε ἀπὸ τὸ ἀόρατο καὶ ἀπὸ τὸ ὁρατὸ τὸ ὁποῖο ἔχει μεταμορφωθεῖ μέσα στὸ φῶς τῆς δικῆς του ἀπεραντοσύνης καὶ τῆς αἰωνιότητος τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ προσευχὴ γίνεται βίωμα, καὶ ταυτόχρονα μιὰ διαρκὴς στάση, ὅπως εἶπα στὴν ἀρχή.

Καθὼς ψάχνουμε μισότυφλοι, μὲ τὴν ὅρασή μας μερικῶς ἀποκατεστημένη, τὰ πρῶτα βήματά μας στὴν προσευχὴ παίρνουν τὴ μορφὴ ἔκπληξης, εὐλαβοῦς φόβου καὶ μιᾶς αἴσθησης μελαγχολίας: Ἐκπλησσόμαστε ἀνακαλύπτοντας τὸν ἑαυτό μας, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ· ἐκπλησσόμαστε βλέποντας τὸν κόσμο ἀνοιχτὸ ἀπέναντι στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Νοιώθουμε φόβο καὶ χαρὰ καὶ δέος καθὼς εἰσερχόμαστε στὴν παρουσία τῆς θεϊκῆς ἁγιότητος καὶ ὀμορφιᾶς. Καὶ συνάμα θλιβόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ γιὰ τὸν κόσμο.

Γιατί εἶναι θλιβερὸ νὰ εἴμαστε τυφλοί, εἶναι θλιβερὸ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ζήσουμε τὴν πληρότητα τῆς κλήσης μας, νὰ παγιδευόμαστε κάθε φορὰ μέσα στὰ στενὰ ὅριά μας. Εἶναι θλιβερὸ νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο χωρὶς Θεό, ἀμφιταλαντευόμενοι μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, ἀνίκανοι νὰ ἐπιλέξουμε τὴ ζωὴ μιὰ γιὰ πάντα ἢ νὰ γλιτώσουμε μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τὸ θάνατο.

Ἔτσι ἡ κατάπληξη καὶ ἡ θλίψη εἶναι δύο πηγὲς τῆς προσευχῆς μας. Καὶ οἱ δύο ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ συνάντησή μας μὲ τὸ βάθος τοῦ κόσμου, ποὺ τώρα ἀρχίζει νὰ μᾶς ἀποκαλύπτεται στὴν πληρότητά του. Χωρὶς αὐτὴ τὴ συνάντηση, ὁ κόσμος μας καὶ οἱ δυνάμεις ποὺ ἐνεργοῦν μέσα του μᾶς εἶναι ἀκατανόητες καὶ συχνὰ τερατώδεις, μένουμε κατάπληκτοι καὶ φοβισμένοι.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ