Προσευχὴ σημαίνει ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, συνάντηση μὲ τὸν Θεό, καὶ προώθηση πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ συνάντηση, στὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ προσευχὴ εἶναι λοιπὸν μιὰ πράξη, ἕνα βίωμα, μιὰ στάση.
Μιὰ στάση ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο τῆς δημιουργίας. Προκύπτει ἀπὸ τὴ συναίσθηση ὅτι ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ζοῦμε δὲν εἶναι ἁπλῶς δυσδιάστατος, φυλακισμένος στὶς συντεταγμένες τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου -ἕνας κόσμος ἐπίπεδος στὸν ὁποῖο συναντοῦμε τὴν ἐπιφανειακὴ ὄψη τῶν πραγμάτων, μιὰ θαμπὴ ἐπιφάνεια ποὺ σκεπάζει τὸ κενό…
Ἡ προσευχὴ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη ὅτι ὁ κόσμος ἔχει βάθος, καὶ ὅτι δὲν περιστοιχιζόμαστε μόνο ἀπὸ ὁρατὰ πράγματα, ἀλλὰ ὅτι εἴμαστε βουτηγμένοι μέσα σὲ ἀόρατα πράγματα καὶ διαποτισμένοι ἀπ’ αὐτά.
Κι αὐτὸς ὁ ἀόρατος κόσμος εἶναι συγχρόνως ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὕψιστη καὶ κορυφαία πραγματικότητα, καὶ ἡ ἐσώτατή μας ἀλήθεια.
Τὸ ὁρατὸ καὶ τὸ ἀόρατο δὲ βρίσκονται σὲ ἀντίθεση μεταξύ τους οὔτε μποροῦν νὰ ἀντιπαρατεθοῦν σὰν ποσὰ πρὸς ἄθροιση· εἶναι παρόντα συγχρόνως, ὅπως ἡ φωτιὰ μέσα στὸ πυρωμένο σίδερο.
Τὸ ἕνα συμπληρώνει τὸ ἄλλο κατὰ ἕνα μυστηριώδη τρόπο ποὺ ὁ Ἄγγλος συγγραφέας Charles Williams περιγράφει ὡς «συν-ενύπαρξη»: Ἡ παρουσία τῆς αἰωνιότητος στὸ χρόνο, τὸ μέλλον μέσα στὸ παρὸν καὶ ἐπίσης ἡ παρουσία κάθε ἐφήμερης στιγμῆς μέσα στὴν αἰωνιότητα, τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, ὅλα μαζὶ ἐσχατολογικά, τὸ ἕνα μέσα στὸ ἄλλο ὅπως τὸ δέντρο μέσα στὸ σπόρο!
Τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς μόνο μέσα στὸν ὁρατὸ κόσμο εἶναι σὰν νὰ ζεῖ στὴν ἐπιφάνεια, ἀγνοεῖ ἢ παραγκωνίζει ὄχι μόνο τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ βάθος τῶν δημιουργημάτων.
Σημαίνει καταδίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας σὲ μιὰ ἐπιφανειακὴ μόνο ἀντίληψη τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως δοῦμε βαθύτερα τότε ἀνακαλύπτουμε στὴν καρδιὰ τῶν πραγμάτων ἕνα σημεῖο ἰσορροπίας ποὺ ἀποτελεῖ τὴν τελείωσή τους.
Στὰ γεωμετρικὰ μεγέθη δὲν ὑπάρχει ἐσωτερικότητα. Τὰ ὅριά τους εἶναι πεπερασμένα. Ὁ κόσμος τέτοιων μορφῶν εἶναι δυνατὸ νὰ πολλαπλασιαστεῖ, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπεκταθεῖ σὲ βάθος.
Ἡ καρδιὰ ὅμως τοῦ ἀνθρώπου διαθέτει βάθος. Ὅταν προσεγγίσουμε τὴν ἀπαρχὴ τῆς ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀνακαλύπτουμε πὼς ἡ ἴδια αὐτὴ ἡ ζωὴ πηγάζει ἀπὸ πιὸ πέρα.
Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ μὴ ὁρατό. Ὄχι στὸ μὴ ὁρατό τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους, ἀλλὰ στὸ ἄπειρο μὴ ὁρατό, στὸ δημιουργικὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, στὸν Θεὸ τὸν ἴδιο.
Ἔτσι ἡ ἐπιστροφὴ στὸν ἑαυτό μας δὲν εἶναι συνώνυμη μὲ τὴν ἐνδοστρέφεια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάδυσή μας πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ πεπερασμένου ἑαυτοῦ μας.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶπε: «Ὅταν ἀνακαλύπτεις τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς σου, ἀνακαλύπτεις τὴν πύλη τ’ οὐρανοῦ». Ἡ ἀνακάλυψη τώρα τοῦ δικοῦ μας ἐσωτερικοῦ βάθους συμβαδίζει μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ βάθους τῶν ἄλλων. Καθένας μας ἔχει τὴ δική του ἀπεραντοσύνη. Χρησιμοποιῶ τὴ λέξη «ἀπεραντοσύνη» σκόπιμα. Σημαίνει πὼς τὸ βάθος δὲ μετριέται, ὄχι γιατί εἶναι τόσο μεγάλο ποὺ νὰ μὴν τὸ φτάνουν τὰ μέτρα μας, ἀλλὰ διότι ἡ ποιότητά του δὲν ὑπόκειται καθόλου σὲ μετρήσεις.
Ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς προσωπικῆς μας κλήσεως εἶναι ὅτι μετέχουμε στὴ θεία φύση, καὶ ὅτι ἀνακαλύπτοντας τὸ προσωπικό μας βάθος ἀνακαλύπτουμε τὸν Θεὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε ἀθέατο πλησίον μας, Ἅγιον Πνεῦμα, Χριστό, Πατέρα.
Ἐπίσης ἀνακαλύπτουμε τὴν ἀπεραντοσύνη καὶ τὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ στὸ γύρω κόσμο μας. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς προσευχῆς: ἡ ἀναγνώριση ἑνὸς τρισδιάστατου κόσμου σὲ χρόνο, χῶρο καὶ σὲ ἕνα μόνιμο ἀλλὰ συνεχῶς ἐναλλασσόμενο βάθος.