Κάποτε, ο όσιος Ιάκωβος επήγε στις Καρυές Αγίου Όρους μαζί με τον μαθητή του Μαρκιανό, για να δει τους γνωστούς του και καθώς ήλθε η ώρα της λειτουργίας εμπήκε εις την εκκλησία.
Σταθείς δε κάπου, έβλεπε προσεκτικά —με το διορατικό χάρισμα που είχε— προς τα βημόθυρα και εθαύμαζε, ενώ ο μαθητής του τον παρακολουθούσε που μερικές φορές υπομειδιούσε και κάτι ετραύλιζε.
Όταν ετελείωσε η Θεία Λειτουργία, ο μαθητής του με πολύ σεβασμό τον ερώτησε να του ειπεί, τι έβλεπε εις την εκκλησία. Ο άγιος όμως, κατ’ αρχήν, ήταν επιφυλακτικός, αλλά, μετά από πολλές παρακλήσεις, εδέησε να του διηγηθεί τα εξής:
«Καθώς, λέγει, άρχισε ο ιερέας, τέκνο μου Μαρκιανέ, να φορέσει την ιερατική στολή για να λειτουργήσει, ήλθε μπροστά του το φως των Αγγέλων, όπως την αυγή, πριν να ανατείλει ο ήλιος. Άμα δε άρχισε να προσκομίζει, επήγαν οι Άγγελοι εις τούς χορούς της εκκλησίας και έστεκαν, ένα προς ένα τάγμα, εις τα τέσσερα μέρη της εκκλησίας.
Και αφού ετελείωσε την προσκομιδή ο ιερέας και έβαλε τα άγια καλύμματα, πολύ φως περισκέπασε τα θεία δώρα, διότι τα αισθητά καλύμματα φανερώνουν το νοητό φως, το οποίο σκεπάζει τα άγια. Άμα δε ήλθε ο καιρός της μεγάλης Εισόδου και βγήκε ο ιερέας με τα άγια, άρχισε το φως μπροστά και εσκέπασε το λαό.
Όταν όμως, ο ιερέας εγύρισε εις το Άγιο Βήμα και έβαλε τα άγια εις την Αγία Τράπεζα, το φως εκείνο την περικύκλωσε, ως τον γύρον της σελήνης. Εις δε τη μέση εκείνου του γύρου, εερίσκετο ο ιερέας και τα άγια δώρα και έξω από τον κύκλο οι άγιοι Άγγελοι με πολλή ευλάβεια και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν καθόλου.
Και ενώ έλεγε αυτά ο Άγιος, θυμήθηκε ο Μαρκιανός το του Αποστόλου Παύλου: «Προς τα οποία Άγγελοι επιθυμούσι παρακύψαι» (Πετρ. α΄ 12).
Ο δε Ιερέας εφαίνετο νοητά όλος δεμένος και μαύρος στην εμφάνιση, με σχοινιά των αμαρτιών του σφιγμένος. Επειδή ανάξια υπηρετούσε τα θεία ο άθλιος, εξερχόταν δυσωδία απ’ αυτόν, ώστε οι Άγγελοι εγύριζαν τα πρόσωπά τους προς άλλη κατεύθυνση.
Και πάλι ο μαθητής του τον ερώτησε. «Παρακαλώ σε πάτερ μου, ειπέ μου, ο καθαρός Ιερέας, όταν λειτουργεί πως φαίνεται;» Και ο όσιος του είπε: «Από τον καθαρό Ιερέα δεν φεύγει το φως, καθώς σου προείπα, αλλά γίνεται ένα με αυτόν.
Και γίνεται ο Ιερέας όλος φως, ομοίως και η στολή του, από δε το στόμα του λαμπάδα φωτός εξέρχεται, όταν λέγει το Ευαγγέλιο και τις ευχές.
Ομοίως και όταν σηκώσει τα χέρια του, λαμπάδες εξέρχονται από τα δάκτυλά του. Και αυτά γίνονται εις τους αξίους, ω τέκνο μου, εις δε τους αναξίους, ό,τι άκουσες προηγουμένως».
Ύστερα δε είδε άλλο θαυμαστότερο, όταν δηλαδή ετελείωσαν τα άγια και τα ευλόγησε αυτά σταυροειδώς. Είδα, λέγει, τον Κύριον εν τω δίσκω (εις τον δίσκον) καθήμενον εν φωτί· και ήτο εκείνο το φως με πολλούς οφθαλμούς· και καθώς εμέλισεν Αυτόν εις τέσσερα μέρη, εκένωσε το αίμα εις το ποτήριον και μετέλαβεν απ’ αυτού· και όταν ετελείωσεν η Λειτουργία, πάλιν είδε το βρέφος ακέραιον ομού (μαζί) με τους Αγγέλους αναβαίνον εις τον ουρανόν.
Και αυτά περί της θεωρίας. Τότε ο μαθητής του ερώτησε: «Δια ποίαν αιτίαν δεν αποστρέφεται η χάρις τους αναξίους ιερείς;». Και ο όσιος του λέγει: «Δια την πίστιν του λαού.
Διότι δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι ποιος είναι άξιος και ποιος ανάξιος και δια τούτο με πίστιν τρέχουν εις όλους. Και βλέποντας ο Θεός την πίστιν του λαού στέλλει την χάριν του εις τους αναξίους(!), διότι θα έμεναν οι άνθρωποι αβάπτιστοι και αμετάδοτοι, αν η χάρις δεν ήρχετο εις τους αναξίους ιερείς.
Ο δε ιερεύς, ο οποίος αναξίως ιερουργεί, αν δεν μετανοήσει και κάμει τελείαν αποχήν της Λειτουργίας, δεν ευρίσκει έλεος από τον Θεόν, αλλά με τους παρανόμους Εβραίους, οι οποίοι εσταύρωααν τον Χριστόν.
Θέλει δε σταλή εις το πυρ το άσβεστον, κατά τ
ην ημέραν της κρίσεως, ως καταφρονητής των θείων μυστηρίων. Αν όμως μετανοήση και κάμη παραίτησιν, πηγαίνει με τους άξιους εις την βασιλείαν του Θεού δια την άφατον αυτού φιλανθρωπίαν».
(ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ, ΔΟΥΚΑΚΗ ΚΩΝ.
Μην Νοέμβριος, σελ. 8586)