«Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν;».Ποῦ καὶ πότε τὸν εἴδαμε τὸν Χριστό;
Ἐδῶ τώρα εἶναι, ποὺ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή,γιὰ τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦκαὶ γιὰ τὴν κρίση τοῦ κόσμου, παίρνει ἕνα ἀπροσμέτρητο βάθος καὶ μιὰ μέγιστη κοινωνικὴ σημασία.
Ὄχι μεγάλα λόγια καὶ θεωρίες,ἀλλὰ μικρὰ καὶ καθημερινὰ πράγματα.Ὄχι τάχα θυσίες καὶ θεαματικὲς πράξεις,ἀλλὰ ψωμὶ γιὰ τὸν νηστικὸ καὶ ροῦχο γιὰ τὸν γυμνὸ κι ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ τὸν διψασμένο.
Τὸ ἐλάχιστο, ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει ὁ καθένας κι ὄχι μόνο τὸ μέγιστο,ποὺ μποροῦν καὶ πρέπει νὰ δώσουν οἱ λίγοι.
Ὅταν καταδικάζουμε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ ἀνισότητα,καὶ δὲν ἔχομε ἄδικο, ξεχνᾶμε πὼς ἡ ἀναλογία τῆς εὐθύνης πέφτει σὲ ὅλους.
Καὶ συμβαίνει ὅσοι μόνο φωνάζουν γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα, νὰ μὴν εἶναι πάντα οἱ πιὸ φτωχοὶ καὶ ἀδικημένοι.
Ἀλλὰ εἶναι φυσικό·ὅταν τὸ κοινωνικὸ κήρυγμα δὲν ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεό, καὶ σὰν ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ γιὰ δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη, τότε χάνεται,σὰν ἀόριστη καὶ θεωρητικὴ διδασκαλία,ἔξω ἀπὸ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα,ποὺ εἶναι ἡ ζωή.
Καὶ εἶναι πάλι φυσικὸ ὅταν δὲν πιστεύουμε στὸν Θεὸ οὔτε καὶ στὸν ἄνθρωπο πιστεύουμε.
Τότε δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος,σὰν ἀδελφός μας καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς πονάει, ἀλλὰ τὸ δόγμα καὶ ἡ θεωρητικὴ διδασκαλία τοῦ κάποιου κοινωνικοῦ συστήματος,στὸ ὁποῖο πιστεύουμε.
Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης κυροῦ Διονυσίου
Πειραϊκή ΕκκλησίαΤεῦχος 312