Ήταν μια φορά ένα τυφλό κορίτσι που μισούσε τον εαυτό του επειδή ήταν τυφλό. Μισούσε τους πάντες, εκτός από τον αγαπημένο της,τον καλό της.Εκείνος ήταν πάντα δίπλα της σε όλα. Λέει μια μέρα στo καλό της: “Αν μπορούσα έστω μια φορά να δω τον κόσμο, θα σε παντρευόμουν”.
Σε λίγο καιρό, κάποιος της έκανε δώρο ένα ζευγάρι μάτια. Όταν τέλειωσε η επέμβαση και ήρθε η ώρα να βγάλει τους επιδέσμους, μπορούσε να δει πάντα. Και ο καλό της.- Θα με παντρευτείς;
Τώρα που μπορείς να δεις τον κόσμο; την ρώτησε εκείνος γεμάτος προσμονή.Το κορίτσι κοίταξε τον καλό της και είδε ότι είναι τυφλός. Στην θέα των κλειστών βλεφάρων του, έπαθε σοκ. Δεν το περίμενε αυτό.
Η σκέψη ότι θα έβλεπε αυτά τα κλειστά μάτια την υπόλοιπη ζωή της, την οδήγησε στο να αρνηθεί να τον παντρευτεί.
Ο καλός της έφυγε με “δάκρυα στα μάτια” και κάποιες μέρες αργότερα της έστειλε ένα σημείωμα που έλεγε: “Πρόσεχε τα μάτια σου αγαπημένη μου, επειδή πριν γίνουν δικά σου, ήταν δικά μου.”Μεγαλόψυχοι σ’ αυτήν τη ζωή υπάρχουν ελάχιστοι. Μικρόψυχοι και αγνώμονες δυστυχώς πολλοί.