Ἡ ἁμαρτία καί τά πάθη ἀπενεργοποιοῦν τήν Βαπτισματική Θεία Χάρη. Μέ τήν μετάνοια-ἐξομολόγηση, ὁ ἄνθρωπος ἐξαλείφει τήν ἁμαρτία καί ἀπαλάσσεται ἀπό τά πάθη. Μπορεῖ, ἔτσι, νά «ἀδειάσει» τό ἐσωτερικό τῆς καρδιᾶς του ἀπό ὅλην αὐτήν τήν δυσωδία καί νά δημιουργήσει χῶρο γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνεξομολόγητες-ἀμετανόητες ἁμαρτίες, αὐτές λειτουργοῦν ὡς ἐμπόδιο στό ν’ ἀγαπήσει τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτό συμβαίνει, διότι ὅλος ὁ ὑπαρξιακός του χῶρος (ὅλη του ἡ καρδιά) εἶναι κατειλημμένος ἀπό τά πάθη καί μάλιστα ἀπό τό κυρίαρχο πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ-ὑπερηφάνειας, δηλαδή ἀπό τήν ἄρρωστη ἀγάπη γιά τό Ἐγώ του.
Ἡ ψυχή εἶναι μολυσμένη καί «στραπατσαρισμένη», ἀνάξια τοῦ Ὑπέρλαμπρου νυμφίου της τοῦ Χριστοῦ.
«Ἐμεῖς», ἀναρωτιέται ὁ π. Πορφύριος, «ἔχομε φλόγα γιὰ τὸν Χριστό;
Τρέχουμε, ὅταν εἴμαστε κατάκοποι, νὰ ξεκουρασθοῦμε στὴν προσευχή, στὸν Ἀγαπημένο ἢ τὸ κάνουμε ἀγγάρια καὶ λέμε: «Ώ, τώρα ἔχω νὰ κάνω καὶ προσευχὴ καὶ κανόνα…»; Τί λείπει καὶ νιώθουμε ἔτσι; Λείπει ὁ θεῖος ἔρως. Δὲν ἔχει ἀξία νὰ γίνεται μία τέτοια προσευχή. Ἴσως, μάλιστα, κάνει καὶ κακό.
Ἂν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστὸς τὶς σχέσεις, διότι ὁ Χριστὸς «χοντρὲς» ψυχὲς δὲν θέλει κοντά Του. Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ συνέλθει πάλι, γιὰ νὰ γίνει ἄξια του Χριστοῦ, νὰ μετανοήσει «ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά».
Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινὴ θὰ φέρει τὸν ἁγιασμό. Ὄχι νὰ λέεις, «πᾶνε τὰ χρόνιά μου χαμένα, δὲν εἶμαι ἄξιος» κ.λ.π., ἀλλὰ μπορεῖς νὰ λέεις, «θυμᾶμαι κι ἐγὼ τὶς μέρες τὶς ἀργές, ποὺ δὲν ζοῦσα κοντὰ στὸν Θεό…».
Καὶ στὴ δική μου ζωὴ κάπου θὰ ὑπάρχουν ἄδειες μέρες. Ἤμουν δώδεκα χρονῶν, ποὺ ἔφυγα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν ἦταν αὐτὰ χρόνια; Μπορεῖ βέβαια νὰ ἤμουν μικρὸ παιδί, ἀλλὰ ἔζησα δώδεκα χρόνια μακράν του Θεοῦ· τόσα πολλὰ χρόνια!…».
Ὁ Γέροντας θεωρεῖ χαμένα τά χρόνια πού δέν εἶχε τήν μετάνοια, τόν Θεῖο Ἔρωτα, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀλλά καί τόν σωματικό κόπο γιά τόν Χριστό.
Μέ τήν μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση, ἀλλά καί τήν ἄσκηση (τόν σωματικό κόπο γιά τόν Κύριο), ἡ ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῶν παθῶν, πού διαστρέφουν-ἀποπροσανατολίζουν τίς τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς (λογιστικό, θυμικό, ἐπιθυμητικό).
Διά μέσου τῆς ἐξομολόγησης «κόβονται τά δικαιώματα τοῦ διαβόλου», ὁ ὁποῖος καί ἐμποδίζει τίς σκέψεις, τά συναισθήματα καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου νά κινηθοῦν ὁλοκληρωτικά καί ἀποτελεσματικά πρός τόν Δημιουργό Του.
Μέ τήν μετάνοια ἡ ψυχή καθαρίζεται, ἡμερεύει, ἐλαφρώνει ἀπό τά ὑπαρξιακά βάρη τῶν ἁμαρτιῶν, λεπτύνεται, γίνεται κατάλληλη καί ἱκανή, ὥστε νά ἑνωθεῖ μέ τόν «ὑπέρ πᾶσαν καθαρότητα» Θεόν.
«Ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ», παρατηρεῖ ὁ π. Πορφύριος, «πρέπει νὰ εἶναι λεπτή, νὰ εἶναι εὐαίσθητη, νὰ εἶναι αἰσθηματική, νὰ πετάει, ὅλο νὰ πετάει, νὰ ζεῖ μὲς στὰ ὄνειρα. Νὰ πετάει μὲς στ΄ ἄπειρο, μὲς στ΄ ἄστρα, μὲς στὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ, μὲς στὴ σιωπή.
Ὅποιος θέλει νὰ γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ποιητής».
Ἡ μετάνοια συντρίβει τήν καρδιά καί τήν ταπεινώνει.
Ὁ μετανοών ἀρχίζει νά ἐπικαλεῖται ἀδιάλειπτα τήν Θεία Βοήθεια καί ἔτσι ἐπανανακαλύπτει τήν κρυμμένη Βαπτισματική Θεία Χάρη.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης