Η τράπεζα ἦταν σέ πολύ κεντρικό σημεῖο. Καθημερινά ἑκατοντάδες κόσμου συνωστίζονταν γιά νά ἐξυπηρετηθοῦν. Καταθέσεις, ἀναλήψεις, ἐμβάσματα… Οἱ στιχομυθίες μεταξύ ὑπαλλήλων-πελατῶν στερεότυπες καί κάποιες φορές ὁ ἐκνευρισμός τῆς ἀναμονῆς ἀναπόφευκτα δυσάρεστος.
Μέ σφιγμένη τήν καρδιά ἔκοψα κι ἐγώ τό χαρτάκι μέ τόν ἀριθμό ἐξυπηρέτησης. 219… καί ἤμασταν ἀκόμα στό 150, πάλι καλά. Κάθισα σέ μία ἄκρη καί προσπάθησα νά κάνω τήν ἀναμονή μου ὅσο πιό ἀνώδυνη γινόταν.
Σκέφτηκα ποῦ ἔπρεπε νά πάω στή συνέχεια, παρακολούθησα μία μικρούλα μέ ρόζ κορδέλες πού ἔπαιζε στήν ἀγκαλιά τῆς μανούλας της, ἑτοίμασα τά χαρτιά μου. Ἡ ὥρα περνοῦσε ἀντιστρόφως ἀνάλογα μέ τή ροή τῶν ἀριθμῶν. Πότε θά ἔφτανα στό γκισέ ἄγνωστο.
Σέ μικρή ἀπόσταση μία νεαρή κυρία ἦταν ἀπορροφημένη σ᾽ ἕνα βιβλιαράκι. Τό ντύσιμό της ἀκριβό, κομψό, σύγχρονο, μιλοῦσε εὔγλωττα γιά τίς ἐπιλογές της. Ποῦ καί ποῦ ἔριχνε μία ματιά στούς ἀριθμούς ἐξυπηρέτησης καί ξαναβυθιζόταν στό βιβλιαράκι ἀδιαφορώντας γιά τόν περίγυρό της.
«Τί νά διαβάζει;» σκέφτηκα· «φένγκ-σούϊ, καμιά δίαιτα;». Μέ νίκησε ἡ περιέργειά μου καί ὅσο πιό διακριτικά μοῦ τό ἐπέτρεπε ἡ θέση μου, ἔγειρα λίγο γιά νά δῶ. Πόσο ντράπηκα ὅταν εἶδα ὅτι τό βιβλιαράκι εἶχε ἀπ᾽ ἔξω τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας… «Μικρός καί μέγας παρακλητικός κανών…».
Σέ λίγο ἦρθε ἡ σειρά της, ἀλλά καί ἡ δική μου στό διπλανό ταμεῖο. «Ἀνάληψη, παρακαλῶ» ἀπευθύνθηκε στόν ὑπάλληλο. Ὁ ἦχος τοῦ κινητοῦ της διέκοψε τή συναλλαγή. Τό πρόσωπό της φωτίστηκε. «Εἶστε ἤδη ἐκεῖ; Ναί, ἀπέναντι βρίσκομαι. Ἔρχομαι σέ 5′ λεπτά, σᾶς εὐχαριστῶ πάρα πολύ!».
Ἀναρωτήθηκα καί πάλι ποιά ὑψηλή γνωριμία τήν εἶχε καλέσει καί τό διαπίστωσα σχεδόν μόλις βγῆκα ἀπό τήν τράπεζα. Ἀπέναντι, ἔξω ἀπό ἕνα μεγάλο κατάστημα παιδικῶν ρούχων ἀντάλλασσε θερμό ἀσπασμό μέ μία νεαρή μαυροντυμένη γυναίκα, πού κρατοῦσε ἀπ᾽ τό χεράκι 2 χαριτωμένα παιδάκια ὥς 6 ἐτῶν.
Ἐκεῖνα εἶχαν κολλήσει τό μελαγχολικό μουτράκι τους στή βιτρίνα μέ τίς γιρλάντες, τά κουνελάκια καί τά πολύχρωμα Πασχαλινά αὐγά καί τραβώντας τή γυναίκα ἀπ᾽ τό μανίκι τῆς ἔδειχναν μέ τό δαχτυλάκι τους ἕνα γύρω κομψά ρουχάκια καί παπούτσια.
Χάϊδεψε ἡ κυρία τῆς τράπεζας τά κεφαλάκια τους καί μέ μία ἁπαλή κίνηση τούς ἔσπρωξε ὅλους μέσα στό μικρό παιδικό «παράδεισο»…
Δέ χρειαζόταν νά δῶ περισσότερα… Εἶχε κάνει νωρίτερα τήν πνευματική της κατάθεση τῆς πίστεως καί τῆς προσευχῆς καί τώρα τῆς ἀγάπης της. Αὐτή ἡ διαρκής πνευματική ἐγρήγορση θά καρποφοροῦσε τούς καρπούς τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀφοσιώσεως.
῾Ωραῖες ψυχές… Αὐτές εἶναι πού προσπερνώντας ἀθόρυβα ἀπό δίπλα μας θ᾽ ἀνοίξουν διάπλατα τίς πόρτες τῆς σωτηρίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ