«Υπάρχει απόγνωσις, κατά τόν άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, η οποία προέρχεται από τό πλήθος των αμαρτιών, τό βάρος της συνειδήσεως καί τήν αφόρητη λύπη. Τότε η ψυχή γεμάτη τραύματα, καί δοκιμάζοντας αφόρητο πόνο απ‘ αυτά, καταποντίζεται στόν βυθό της απογνώσεως.
Υπάρχει όμως καί άλλη απόγνωσις, η οποία προέρχεται από τήν υπερηφάνεια καί τήν οίησι, όταν δηλαδή αυτός πού αμάρτησε, επειδή έχει μεγάλη ιδέα γιά τόν εαυτό του, πιστεύει ότι δέν έπρεπε νά πέση σέ τέτοια αμαρτία.
Η απελπισία μέ τήν πρώτη μορφή της ρίχνει τόν άνθρωπο σέ όλες τίς κακίες αδιακρίτως, ενώ μέ τή δεύτερη τόν σπρώχνει σέ υπερβολικές ασκήσεις, πράγμα επιζήμιο. Η πρώτη θεραπεύεται μέ τήν εγκράτεια καί τήν αγαθή επλίδα, ενώ η δεύτερη μέ τήν ταπείνωσι καί τήν αποφυγή της κατακρίσεως».
Ο Κύριος μεριμνά γιά τή σωτηρία μας. Ο ανθρωποκτόνος όμως διάβολος αγωνίζεται νά φέρη τόν άνθρωπο στήν απόγνωσι. Η δυνατή καί σταθερή ψυχή δέν απελπίζεται στίς δυσκολίες, όποιες κι άν είναι.
Ο προδότης Ιούδας ήταν ολιγόψυχος καί αδόκιμος στόν πόλεμο. Βλέποντας ο εχθρός τήν απόγνωσί του τόν πολέμησε καί τόν ωδήγησε νά κρεμασθή. Ο Πέτρος όμως, η σταθερή πέτρα, ήταν δόκιμος στόν πόλεμο.
Όταν έπεσε στήν αμαρτία δέν απογοητεύθηκε, αλλά έχυσε πικρά δάκρυα από τήν πληγωμένη καρδιά του. Βλέποντάς τα ο εχθρός έφυγε μακριά του μέ κραυγές πόνου, σάν νά τόν έκαψε φωτιά στά μάτια.
«Λοιπόν αδελφοί, διδάσκει ο όσιος Αντίοχος, όταν μας επιτίθεται η απελπησία, νά μήν υποκύπτουμε, αλλά ενισχυόμενοι καί περιφρουρούμενοι μέ τό φώς της πίστεως νά λέμε μέ πολύ θάρρος στό πονηρό πνεύμα: “Ποιά σχέσεις υπάρχει μεταξύ μας, αποξενωμένε από τόν Θεό, ξεπεσμένε από τόν ουρανό, πονηρέ δούλε; Δέν μπορείς τίποτε νά μας κάνης.
Επάνω σ‘ εμάς, καθώς καί σέ όλα τά κτίσματα, έχει εξουσία ο Χριστός, ο Υιός του Θεού. Ενώπιόν Του αμαρτήσαμε, ενώπιόν Του θά δικαιωθούμε. Εσύ ολέθριε, φύγε μακρία μας. Παίρνοντας δύναμι από τόν τίμιό Του Σταυρό συντρίβουμε τή φιδόμορφη κεφαλή σου”».
Άς προσευχώμεθα μέ ευλάβεια:« Δέσποτα, Κύριε του ουρανού και της γης, Bασιλεύ των αιώνων, ευδόκησε να ανοιχθεί και για μένα η θύρα της μετανοίας, ώστε με πόνο καρδιάς να προσεύχομαι σ’ Εσένα τον μόνο αληθινό Θεό, τον πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το φως του κόσμου.
Δέξου, Πολυεύσπλαχνε, τη δέηση μου. Μη την απορρίψης. Συγχώρησε κάθε κακό πού έκανα νικημένος από την προαίρεση μου. Ζητώ ανάπαυσι και δεν τη βρίσκω, γιατί η συνείδησης με ελέγχει. Προσδοκώ ειρήνη, αλλά ειρήνη δεν έχω εξαιτίας του πλήθους των ανομιών μου. Άκουσε, Κύριε, μιά καρδιά πού Σε επικαλείται. Μη βλέπεις τα κακά μου έργα.
Επίβλεψε στην ασθένεια της ψυχής μου και σπεύσε να με θεραπεύσεις από τα βαριά μου τραύματα. Δώσε μου καιρό μετανοίας με το έλεος της φιλανθρωπίας Σου. Ελευθέρωσέ με από τα πάθη. Μη με κρίνεις σύμφωνα με τη δικαιοσύνη Σου. Μη μου ανταποδώσεις κατά τα έργα μου, για να μη χαθώ εντελώς.
Εισάκουσε με Κύριε, γιατί βρίσκομαι σε απόγνωση. Αφού έχασα κάθε ελπίδα και σκέψη για τη διόρθωση μου, προσπίπτω στους οικτιρμούς Σου. Ελέησε με τον ξεπεσμένο και κατάκριτο για τις αμαρτίες μου.
Λυπήσου με, Δέσποτα, γιατί συνέχομαι από πλήθος ανομιών και μοιάζω αλυσοδεμένος μ΄ αυτές. Εσύ μόνο γνωρίζεις να ελευθερώνεις και να θεραπεύεις. Γι’ αυτό σε όλες τις φοβερές μου αρρώστιες επικαλούμαι μόνο Εσένα, τον ιατρό των ασθενούντων, τον οδηγό των πλανωμένων, το φως των εσκοτισμένων, τον ελευθερωτή των αιχμαλώτων.
Επικαλούμαι Εσένα, πού πάντοτε μακροθυμείς και συγκρατείς την οργή Σου και δίνεις στους αμαρτωλούς καιρό μετανοίας. Καταύγασε, Δέσποτα, με το φως του προσώπου Σου εμένα τον αμαρτωλό, διότι είσαι ταχύς στο να ελεείς και βραδύς στο να τιμωρείς.
Εσύ ο εύσπλαχνος άπλωσε το χέρι Σου και ανόρθωσέ με από την τάφρο των ανομιών μου. Εσύ δεν ευχαριστείσαι στην απώλεια του αμαρτωλού ούτε αποστρέφεις το πρόσωπό Σου από τον προσευχόμενο σ’ Εσένα με δάκρυα.
Άκουσε, Κύριε, τη φωνή του δούλου Σου πού Σε επικαλείται και φανέρωσε το φως Σου σ’ εμένα τον στερημένο το φως. Δώρισε μου τη χάρη Σου, γιατί εγώ δεν έχω άλλη ελπίδα και ελπίζω πάντοτε μόνο στη δική Σου βοήθεια και δύναμη. “Στρέψον, Κύριε, τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διάρρηξον τον σάκκον μου καί περίζωσόν με ευφροσύνην”.
Ευδόκησε, ώστε να καταπαύσω από τα εσπερινά μου έργα και να βρω ορθρινή ανάπαυσι όπως οι εκλεκτοί Σου, Κύριε, από τούς οποίους “απέδρα οδύνη, λύπη καί στεναγμός”. Κάνε νά ανοιχθεί για μένα η θύρα της βασιλείας Σου, ώστε να εισέλθω και να συγκαταριθμηθώ με τούς ευφραινομένους από το φως του προσώπου Σου και να κληρονομήσω την αιώνια ζωή». Αμήν!
Καί ο Θεός θά εισακούση τήν προσευχή μας, γιατί είναι όλος αγάπη. Αυτή η αγάπη Του είναι ο βασικός λόγος πού τόν έκανε νά έρθη στόν κόσμο γιά τή σωτηρία του κόσμου: «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν… ου γάρ απέστειλεν ο Θεός τόν υιόν αυτού εις τόν κόσμον ίνα κρίνη τόν κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιωάν. γ’ 16-17).
Επί πλέον ο Θεός μέ τήν ενανθρώπησί Του θέλησε νά αποκαταστήση στόν αμαρτωλό άνθρωπο τή φθαρμένη καί ξεπεσμένη θεία εικόνα καί ομοιότητα πρός Αυτόν, όπως τό ψάλλει η αγία μας Εκκλησία: «Ρεύσαντα εκ παραβάσεως Θεού τόν κατ’ εικόνα γενόμενον, όλον της φθοράς υπάρξαντα, κρείττονος επταικότα θείας ζωής, αύθις αναπλάττει ο σοφός δημιουργός» (Α’ κανών Χριστουγέννων, α’ ωδή).
Σύντομες Διδασκαλίες Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ.
Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, Ιερά Μονή Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής 2007, Δεκάτη έκδοσις