Κάποτε κατέβηκαν στη Σκήτη δύο μοναχοί από την Αίγυπτο και επισκέφθηκαν τους γέροντες. Όταν μετά τη συνομιλία τους κάθησαν για φαγητό, είδαν τους Σκητιώτες μοναχούς να τρώνε με βουλιμία, σαν να ήταν πεινασμένοι από την άσκησή τους και σκανδαλίστηκαν.
Ο Πρεσβύτερος της Σκήτης το κατάλαβε και θέλησε να τους διορθώσει. Στην εκκλησία λοιπον αφού δίδαξε τους αδελφούς τους είπε:
– Να νηστέψετε αδελφοί και να επιτείνετε την ασκητική σας πολιτεία.
Οι Αιγύπτιοι φιλοξενούμενοι ήθελαν να φύγουν, μα ο πρεσβύτερος δεν τους άφησε. Έμειναν λοιπόν, και αφού νήστεψαν την πρώτη μέρα ζαλίστηκαν. Και τούτο μολονότι τους είχε ορίσει να νηστεύουν δύο μέρες μόνο και μετά να τρώνε (ξηρή τροφή), ενώ οι Σκητιώτες έμεναν εντελώς νηστικοί ολόκληρη την εβδομάδα.
Ήρθε το Σάββατο και κάθησαν να φάνε οι Αιγύπτιοι μαζί με τους γέροντες (της Σκήτης). Αλλά καθώς έτρωγαν, έκαναν θόρυβο. Κάποιος από τους γέροντες έπιασε τα χέρια τους και είπε:
– Να τρώτε με ευπρέπεια, σαν μοναχοί!
Ο ένας τους όμως του έσπρωξε το χέρι, λέγοντας:
– Άφησέ με, γιατί πεθαίνω (από την πείνα). Όλη την εβδομάδα δεν έβαλα στο στόμα μου μαγειρεμένο φαγητό!
-Αν λοιπόν εσείς, (τους είπε ο γέροντας, παίρνοντας αφορμή απ’ αυτό), μολονότι νηστεύατε μόνο δύο συνεχόμενες μέρες, εξαντληθήκατε τόσο, γιατί σκανδαλιστήκατε με τους αδελφούς, που ασκούνται έτσι ολόκληρη την εβδομάδα;
Εκείνοι τότε, αφού έβαλαν μετάνοια, έφυγαν ωφελημένοι και ευχαριστημένοι.
Από το βιβλίο “Μικρός Ευεργετινός”