Τοῦ Λάμπρου Σιάσου

Πές μου, γιαγιὰ Μαρία, σὲ παρακαλῶ, πῶς ἔφτιαχναν στὰ χρόνια σου τὶς λειτουργιές.

– Ἡ μάννα μου, παιδί μου, ἦταν Χριστιανή…, πάντοτε ἔκανε αὐτὴ τὴν ἑτοιμασία. Τ’ ἀλεύρι τὸ εἶχε χώρια· ὅταν ἤτανε καθαρή, θὰ τὸ συμμάζευε τ’ ἀλεύρι – μὴν πάει ἀκάθαρτη κι ἁπλώσει μέσα.

– Χώρια, λοιπόν, τ’ ἀλεύρι γιὰ τὶς λειτουργιές.

– Τότε ἐμεῖς εἴχαμε τὴν ἀλισσίβα. Ἔβανε μιὰ κατσαρόλα στὴ φωτιὰ μὲ νερὸ καὶ πέταγε μέσα στάχτη· ἔβραζε ἡ στάχτη μὲ τὸ νερό, κι αὐτὴ ἤτανε ἡ ἀλισσίβα.

Ἔπαιρνε ὕστερα μικρὸ κατσαρολάκι, τὸ ἔβραζε, τὸ ἔβγαζε, τὸ ἔτριβε μὲ τὴν ἀλισσίβα, τὸ ἔφκιανε μὲ ἄμμο κι ἔφεγγε. Μετὰ ἔπλενε τὰ σαγόνια, τὰ χαλκοματένια. Ἔπαιρνε αὐτὸ γιὰ τὸ προζύμι χωριστά.

– Γιατί χωριστά;

– Γιὰ νὰ βράσει, νἄναι καμμένο, νὰ καθαρίσει καλά, νἄναι εὐχαριστημένη, μὴν πέρασε φίδι, πέρασε ποντίκι…

– Πότε γινόταν αὐτό;

– Μιὰ μέρα πρίν. Ἂς ποῦμε ὅτι ἤθελε τὶς λειτουργιὲς γιὰ τὴν Κυριακή. Θὰ τὶς πήγαινε Σάββατο τὸ βράδυ. Αὐτὴ ἡ ἑτοιμασία γινόταν τὴν Πέμπτη ἢ τὴν Παρασκευή.

Μόλις ἔπλενε τὰ χαλκώματα, τὰ τύλιγε μὲ καθαρὸ πανί, τἄδενε μὲ κλωστὴ καὶ τὰ κρέμαγε ψηλὰ τὰ κατσαρολικὰ καὶ τὰ σαγάνια, νἄναι σίγουρη ὅτι αὐτὰ εἶναι πεντακάθαρα.

– Ὕστερα, παραμονὴ τὸ βράδυ, θὰ ἀνάπιανε τὸ προζύμι· ξανάβγανε τὸ κατσαρολάκι τὸ ξεχωριστό, ζέσταινε τὸ νερό, ἔπαιρνε μὲ τὸ μικρὸ κουτάλι νὰ δεῖ πόσο ζεστάθηκε, μὴν καεῖ τὸ προζύμι…

– Ποῦ ἔριχνε νερό;

– Ἔγερνε ἐπάνω στὸ χέρι της, νὰ δεῖ εἶναι μαλακούλι τὸ νερό· ἅμα καίει, πάει τὄκαψε, δὲν γίνεται λειτουργιά, δὲν ἀναπιάνεται τὸ προζύμι. Ἀναπιάνει λοιπὸν τὸ προζύμι καὶ τ’ ἀφήνει νὰ γένει.

– Πῶς γινόταν αὐτό, θειὰ Μαρία;

– Ἐδῶ ποὺ ἦρθα ηὗρα τὰ ἴδια· ὅ,τι ἔκανε ἡ μάννα μου τὸ βρῆκα κι ἀπ’ τὴν πεθερά μου, τὴ Βασίλω. Ἔβανε, ποὺ λές, τὸ χλιαρὸ νερό, κοσκίναγε τ’ ἀλεύρι καὶ τὄπαιρνε μὲ τὸ κουτάλι καὶ τὸ ἀναπιάνει νὰ εἶναι σίγουρη ὅτι ἡ λειτουργιὰ θὰ γίνει σῶμα καὶ αἷμα.

– Ἐκεῖ τὸ μυαλό της.

– Ἐκεῖ καρφωμένο. Τ’ ἀνάπιανε καὶ τὄβανε κοντὰ στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ φουσκώσει. Καὶ στὶς δυὸ τὴ νύχτα σηκωνόταν νὰ ζυμώσει τὴ λειτουργιά. Μετὰ θανάπαιρνε, μόλις τελείωνε τὸ προζύμι, θερμὸ νερὸ νὰ πλύνει τὸ σκαφίδι· ξύλινο σκαφίδι, τόσο δά, (μικρό) ἴσα γιὰ τὶς λειτουργιές.

– Τόσο μικρό;

– Ἦταν μικρὸ μόνο γιὰ λειτουργιές, ἂς ποῦμε μισὸ μέτρο, ὅσο εἶναι ἡ γωνιὰ καὶ λιγότερο. Τὸ ἄλλο γιὰ τὸ ψωμὶ ἤτανε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ πέρα· γιόμιζε τὸ φοῦρνο καρβέλια. Ἔπαιρνε λοιπὸν τὸ μικρὸ σκαφίδι καὶ τὸ ζεμάταγε κι αὐτό.

– Πότε;

– Ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς. Τὄπαιρνε ὕστερα μ’ ἕνα μεσάλι τὸ σκαφιδάκι αὐτὸ καὶ τὸ τύλιγε καλὰ κι ἔβανε ἕνα σκαμνὶ ξύλινο καὶ τὸ ἀναποδογύριζε ἀπὸ πάνω, δίπλα στὴ φωτιά, δίπλα στὸ προζύμι κι αὐτό· γιὰ νὰ στεγνώσει τὸ σκαφίδι ἀπὸ μέσα. Ἀφοῦ ἐκεῖ θὰ κοσκίναγε ἔπειτα.

– Τί ἄλλο ἑτοίμαζε, θειὰ Μαρία;

– Νὰ ἔβλεπες, παιδί μου, τί φοροῦσε θἄκοβες τὸ αἷμα σου. Τὰ ἴδια γινότανε καὶ μὲ τὴν ἀδερφὴ τοῦ πατέρα μου.

– Δηλαδή;

– Αὐτὰ ποὺ θὰ ἀκούσεις τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου: πλένουνταν, ἄλλαζε ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ θὰ σηκωνόταν νὰ ζυμώσει λειτουργιά…, θὰ φόραγε κουρελάκια, ἀλλὰ ἔλαμπαν ἀπὸ τὴν καθαριότητα, πλυμένα μὲ ἀλισσίβα.

– Δὲν ἦταν καινούργια, ἀλλὰ καθαρά!

– Ναί, κουρελάκια… δὲν χώραγαν ἄλλα μπαλώματα σοῦ λέω· σάκκο καὶ φουστάνι, τὸ φουστάνι τὸ φτιάχνανε μοναχές, κάθε μία ἤτανε μοδίστρα μοναχή της, τὰ χεράκια της ὅλη τὴ νύχτα ἔραβαν.

– Καὶ ὁ σάκκος;

– Ὁ σάκκος ἤτανε τὸ ἀπὸ πάνω, μπλούζα ποὺ λέμε τώρα. Ἤτανε ἀνοιχτὸς κάπως ἐδῶ μπροστά, ἀλλὰ τὄφκιανε μὲ μέση καὶ ἔπεφταν σὰν καμφάκια ἐδῶ, νὰ χαρίζει καὶ λίγο. Κουμπάκια ἢ σοῦστες ἔβανε κάτω-κάτω, ἀλλὰ ὁ λαιμὸς ἐκεῖ κλειστός.

– Ντυμένη λοιπὸν πεντακάθαρα.

– Κατακάθαρα ὁπωσδήποτε. Καὶ στὸν ἑαυτό της ἤξερε ὅτι εἶναι καθαρὴ καὶ ἤξερε ὅτι θὰ τὴν φκιάσει τὴ λειτουργιά· ἀλλιῶς δὲν τὴν ἔφκιανε.

– Ἀλήθεια;

– Δὲν τὴν ἔφκιανε· θὰ ἔβαζε ἔμενα ποὺ ἤμουνα κοριτσάκι καὶ θὰ τὴν ζώμωνα· καὶ μὲ ὁρμήνευε, ἔτσι φκιάσε… καὶ τὴν ἔφκιανα. Ἔπρεπε νὰ εἶναι σίγουρη ὅτι ἡ λειτουργιὰ θἄναι καθαρή· ἀλλιῶς δὲν τὴν πήγαινε στὸν παπά.

– Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν τὴν παραμονή.

– Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ θὰ σηκωνότανε χαράματα;

– Ἄλλοτε χαράματα, ἄλλοτε στὶς τρεῖς, δὲν εἶχε ὕπνο– ἅμα τὸ προζύμι φούσκωνε, τότε θὰ ἄρχιζε.

Μόλις ἔβλεπε ὅτι ἔγινε τὸ προζύμι, ἔπαιρνε τὴ σήτα τὴν πλυμένη, ποὺ τὴν εἶχε μέσα στὴ σακκούλα, γιὰ νὰ κοσκινίσει τὸ ἀλεύρι, λίγο ἀλεύρι· δὲν ἔφκιανε τὶς λειτουργιὲς ὅπως τὶς κάνουν τώρα, ἀλλὰ τόσο μικρές.

– Πόσο δηλαδή;

– Νὰ πατάει ἡ σφραγίδα καὶ λίγο νὰ μένει στὴν ἄκρη. Ἔπαιρνε τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ ζύμωνε, ἔπαιρνε τὸ πλαστράκι, ὄχι μεγάλο, ἀλλὰ μικρὸ καὶ ἐκεῖ ἐπάνω ζύμωνε. Μετὰ ἔβαζε τὶς λειτουργιὲς στὰ σαγανάκια ποὺ τὰ ζέσταινε καὶ πάταγε τὸ ζυμάρι. Ἐκείνη τὴν ὥρα πρόσεχε πολύ. Τὰ μαλλιά της καλοτυλιγμένα μέσα στὸ μαντήλι νὰ μὴν ξεπέχει τίποτε ἀπ’ ἔξω.

– Γιατί;

– Γιατὶ ἔχει καὶ ὁ πειρασμὸς μ’ αὐτὰ νὰ κάνει. Νἄρθει, λέει, νὰ τὴν τραβήξει νὰ πέσει μέσα στὸ ζυμάρι. Τρέμει ἡ νοικοκυρὰ ἐκείνη τὴν ὥρα, ἡ λειτουργιά της θὰ γίνει σῶμα καὶ αἷμα.

Λέει στὸ Θεό: «Εἶμαι καθαρή, Θεέ μου; συγχώρα με, συγχώρα με…». Καὶ προσεύχεται ἀσταμάτητα. Λέει τὸ «Πάτερ ἡμῶν…» χωρὶς σταματημό.

Ὁ μακαρίτης ὁ παπά-Νταλιάνης μᾶς ἔλεγε:

«Ὅταν ζυμώνετε λειτουργιὰ νὰ προσέχετε. Νὰ μὴ λούζεστε ἐκείνη τὴν ὥρα, ἀλλὰ τὴν προηγούμενη μέρα. Κι ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα γιὰ τὸ ζύμωμα τὰ μαλλιὰ νὰ τὰ δένετε σφιχτὰ μὲ τὸ μαντήλι γιὰ νὰ μὴν ἔχει δικαίωμα ὁ πειρασμὸς νὰ ἁπλώσει…».

– Πόση ὥρα ζυμώνει τὸ ζυμάρι;

– Πολλὴ ὥρα θέλει, ὅπως τὸ ψωμί· νὰ γένει ἡ λειτουργιά. Φαίνεται αὐτό, γιατὶ κάνει φουσκάλες τὸ ζυμάρι· ἅμα τὸ ζυμώσει, καλά, μαρτυράει μοναχό του τὸ ζυμάρι.

Ἅμα ζυμωθεῖ, λοιπὸν ἀπὸ τὴ δύναμη, καὶ κούλημα καὶ ζύμωμα, ἔρχεται αὐτὸ μοναχό του καὶ ἀμολάει. Τὸ καταλαβαίνει ἡ νοικοκυρά. Μετὰ κάνει τὸ σταυρὸ ἀπὸ πάνω καὶ τ’ ἀφήνει.

– Πῶς γίνεται αὐτό;

– Νά ἔτσι μὲ τὴν παλάμη ὄρθια τρεῖς φορὲς τὸ πατᾶς τὸ ζυμάρι νὰ χαράζεται. Τὸ σκεπάζει μὲ τὴν πετσετούλα, παίρνει τὰ σαγανάκια, τὰ ζεσταίνει ἅμα κάνει κρύο, βάζει μιὰ σταγόνα λάδι καὶ τὰ ἀλείφει καὶ τὰ δυὸ τὰ σαγανάκια.

Μετὰ θὰ κόψει τὸ ἀνάλογο. Θὰ κανονίσει μέσα στὴ μέση στὸ ζυμάρι νὰ τὸ χωρίσει. Τὸ χωρίζει… κοντεύει νὰ κοπεῖ καὶ τὸ πατάει πρὸς τὰ κάτω. Κι αὐτὸ γίνεται σὰν λειτουργιὰ ξεχωριστὴ κάτω.

– Τὸ ἄλλο;

– Τὸ ἀπάνω μένει αὐτὸ καὶ τὸ στρίβει ἔτσι λιγάκι καὶ τὸ πατάει ἀπὸ πάνω καὶ εἶναι χωρισμένο.

Τὸ βλέπεις, χωρίζει.

– Τί σημαίνει αὐτό;

– Τὸ κάτω εἶναι ἡ γῆς καὶ τὸ πάνω ὁ οὐρανός· καὶ συνδέεται ἡ γῆς μὲ τὸν οὐρανό. Τὸ βάζει λοιπὸν στὸ σαγανάκι καὶ πατάει μὲ τὴ σφραγίδα ἀπὸ πάνω… τὰ τυλίγει, τὰ βάζει στὸ κρεββάτι καὶ δὲν βάζει πιάτα ἀπὸ πάνω γιατὶ ἱδρώνει καὶ χαλᾶνε τὰ γράμματα.

Θὰ βάλει καθαρὸ μεσάλι καὶ τρία μαξιλάρια ὁλόγυρα. Τὸ μεσάλι ἀπὸ πάνω νἄναι ψηλότερα, νὰ μὴν ἀγγίζει πάνω στὴ λειτουργιά. Καὶ ἡ κουβέρτα, ἀπὸ πάνω. Γιατί, ἅμα εἶναι χειμώνας δὲν γίνεται. Αὐτὴ κρατάει ζέστα. Ἔτσι περιμένεις νὰ φουσκώσει.

– Τὴν παρακολουθάει δηλαδή.

– Ὁπωσδήποτε. Αὐτὸ γίνεται τὸ Σάββατο τὸ πρωί. Ἅμα θὰ γίνει, θὰ τὴν φουρνίσει. Ἡ νοικοκυρὰ πρέπει νὰ κουβεντιάζει μὲ τὸ ζυμάρι. Ξέρει ποῦ θὰ πάει αὐτό.

Κι ὅλη τὴν ὥρα δὲν ἔχει ἄλλη ἔγνοια, μόνο αὐτή, μέχρι νὰ τὴ βάλει στὸ φοῦρνο. Κι ὅσο τὴ φουρνίζει, προσέχει νὰ μὴ χαλάσει, νὰ μὴ γίνουν ἐλιὲς ἀπάνω της.

– Δηλαδή;

– Οἱ παλιὲς λέγανε ὅτι ὁ Θεὸ ς τότε σοῦ δείχνει σημάδια · νὰ μὴν τὴν πᾶς στὴν ἐκκλησία . Δὲν εἶναι εὔκολα πράγματα αὐτά. Πὼς λένε ὅτι κατεβαίνουν ἄγγελοι καὶ λειτουργᾶνε μὲ τὸν παπά. Σ’ αὐτὸ βοηθάει καὶ ἡ νοικοκυρά, ἡ ἄξια καὶ ἡ καθαρή, μὲ τὰ χέρια της καὶ μὲ τὴν ψυχή της.

Ὁ παπὰς τῆς ἐνορίας θὰ διαλέξει τὴ λειτουργιὰ ποὺ θὰ εἶναι καθαρή. Μπορεῖ νὰ πᾶνε καὶ πενήντα λειτουργιὲς στὴν ἐκκλησία· αὐτὸς ὅμως θὰ διαλέξει τὴν καθαρὴ καὶ τὴ σωστή. Ἐκείνη θὰ προσκομίσει.

ἈΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΑΙΚΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΥΡΝΑΡΑ

ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Μηνιαία ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς
Ἔτος 23ο – Τεῦχος 247- Ἀπρίλιος 2013

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ