Η παρουσία του σκοτεινού πνεύματος μέσα στον άνθρωπο εκδηλώνεται με το σκοτάδι του νου, την ταραχή, τη θλίψη και τη βεβαρημένη καρδία.
Πιο πολύ όμως η παρουσία του γίνεται φανερή στην καρδιά, την οποία αυτός πιέζει και σφίγγει με τη δύναμη της κολάσεως. Από την καρδιά αρχίζει τις επιβουλές του, από εκεί τις απλώνει στον νου, στη φαντασία και στη μνήμη. Προκαλεί σύγχυση και έτσι περιορίζει πολύ τις δυνάμεις αυτές τη ψυχής.
Ο άνθρωπος που εκείνος επηρεάζει γίνεται σαν τυφλός και, ενώ είναι με ανοικτά μάτια, δε βλέπει τίποτε εκτός από το αντικείμενο του πόθου του, σαν να μην υπάρχει γι΄ αυτόν τίποτα άλλο.
Για το σκοτισμό των λογισμών και την αναστάτωση της ψυχής που προκαλεί ο διάβολος, μιλάει η προσευχή του αγιασμού του ύδατος στο Μυστήριο του Βαπτίσματος.
Περί «ταραχής και δειλίας εκ του διαβόλου ημίν προσγενομένης» μιλάει η προσευχή του Μεγάλου Βασιλείου στο Μέγα Απόδειπνο.
Ο διάβολος βγαίνει από μέσα μας με θερμή προσευχή και με το σημείο του Σταυρού, που με πίστη κάνουμε πάνω στο στήθος. Και μπορείς εύκολα να καταλάβεις τη στιγμή, που ακριβώς σε αφήνει.
Ο άνθρωπος που επιτρέπει να κατοικούν μέσα στην καρδιά του τα πάθη, τα γεννήματα του διαβόλου, σταδιακά μολύνεται με δαιμονική υπερηφάνεια, που κάνει δύσκολη την επιστροφή του στην αρετή, και αυτό, γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος δύσκολα δέχεται ότι είναι αμαρτωλός, και νομίζει ότι δεν κάνει κάτι για το οποίο αξίζει να κατακρίνεται και ότι έχει δίκαιο, ακόμη και τότε που ακολουθεί τα πάθη και αμαρτάνει.
ΠΗΓΗ : ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2004, σ. 69 κ.ε.