Ο Αρειανισμός υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές αιρέσεις που μάχονταν την Ορθοδοξία, περίπου των αρχών του 4ου αιώνα μ.Χ.. Ο αιρεσιάρχης και υποκινητής της, Άρειος, υποστήριζε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι “ποίημα”, δηλαδή κτίσμα του Θεού Πατρός.
Αιτία σύγκλησης της Α’ Οικουμενικής Συνόδου υπήρξε ακριβώς το πρόβλημα που είχε προκαλέσει το φαινόμενο του Αρειανισμού, το οποίο και έπληττε τον ορθόδοξο χριστιανισμό .
Συναφώς, η δογματική απόφανση που εξέδωσε τούτη η Σύνοδος, γνωστή ως “Σύμβολο της Νικαίας”, ασχολήθηκε σε προτάσεις της με τον Αρειανισμό κι έθεσε την ορθόδοξη έκφραση της πίστεώς μας. Έως και σήμερα, η Έκθεση Πίστεως (το “Πιστεύω”) εμπεριέχει πρόταση που μάχεται την κακοδοξία των Αρειανοφρόνων.
Το σχετικό χωρίο: “γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα”. Τούτο αποτυπώνεται ακριβώς για να αναδείξει την αΐδια, εκ της ουσίας του Πατρός γέννηση του Υιού και Λόγου του Θεού.
Η μετοχή “γεννηθέντα” χρησιμοποιείται δύο φορές στο κείμενο του Συμβόλου και προέρχεται εκ του ρήματος “γεννάω-ώ”. Με την μετοχή “γεννηθέντα” το Σύμβολο πρέσβευε να δείξει την κατά φύσιν γέννηση του Υιού και επουδενί την αρειανική κακοδοξία περί “κτίσεώς” του.
Ο χρόνος που χρησιμοποιείται η παραπάνω μετοχή είναι ο παθητικός αόριστος. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Υιός “γεννήθηκε” αλλά αϊδίως “γεννάται” από τον Πατέρα όπως το Άγιο Πνεύμα δεν “εκπορεύτηκε” αλλά αϊδίως “εκπορεύεται” εκ της ουσίας του Πατρός. Προφανώς η χρήση τούτου του χρόνου είναι καθ’ έλξιν εκ της μετοχής “ποιηθέντα” της αρειανικής κακοδοξίας .
Ο όρος “γέννημα” και η κατά φύσιν “γέννηση” χρησιμοποιούνται ρητώς εκ της Αγίας Γραφής για το πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού . Οι όροι “ποίημα-ποιώ” και “κτίσμα-κτίζω” αναφέρονται στα κτιστά έμψυχα ή άψυχα, έλλογα ή άλογα όντα.
Λογικώς και θεολογικώς εννοείται ότι η “γέννηση” του Υιού ουδεμία σχέση έχει με την γέννηση, δημιουργία, ποίηση των ανθρώπων, κάτι που οι Αρειανόφρονες συνάπτουν και καθιστούν επομένως τον Υιό κτιστό ον.
Αμέσως μετά το προαναφερθέν λήμμα “γεννηθέντα” ακολουθεί ο στίχος “ὁμοούσιον τῷ Πατρί” , οι 318 Άγιοι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου συμπληρώνουν κι επισφραγίζουν την ομοουσιότητα του Υιού προς τον Πατέρα, του Πατρός προς τον Υιό Του.
Οι θεοφόροι Πατέρες υποστηρίζουν και διατρανώνουν την προαιώνια και άχρονη ύπαρξη του Πατρός και του Υιού και κατά συνέπεια την μεταξύ τους ομοουσιότητα, εφόσον ο Υιός είναι εξ’ Αυτού γεννώμενος .
Τέλος, το Σύμβολο Πίστεως και οι προτάσεις/άρθρα του αποτελούν την ρητή και καθολική δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Οι Πατέρες της Νικαίας διατράνωσαν την πίστης τους και την πίστη της ανά την οικουμένη Εκκλησίας του Ι. Χριστού στον 1) ένα Θεόν Πατέρα, Παντοκράτορα, 2) στον έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, Υιόν και Λόγον του Θεού, και 3) στο Άγιον Πνεύμα .
Δήμητρα Γ. Σαρρή
(φοιτήτρια τμήματος Θεολογίας, Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών)
——————————–
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε υπό του Μ. Κωνσταντίνου, στις 20 Μαΐου 325, με έδρα την Νίκαια της Βιθυνίας. Συμμετείχαν σε αυτήν 318 θεοφόροι Πατέρες. Εκδίδεται το περίφημο «Σύμβολο Πίστεως της Νικαίας».
Γιαννόπουλος Ν. Βασίλειος, Ιστορία και Θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων, Εκδόσεις: Έννοια, Αθήνα, 2014, σσ.:40-102.
1) τὸν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα 2) γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα
Γιαννόπουλος Ν. Βασίλειος, Ιστορία και Θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων, Εκδόσεις: Έννοια, Αθήνα, 2014, σελ.: 65.
Λιάκουρας Κωνσταντίνος, Το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον Θησαυρόν του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εκδόσεις: Συμμετρία, Αθήνα, 2005, σσ.:97-104.
Λιάκουρας Κωνσταντίνος, Το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον Θησαυρόν του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εκδόσεις: Συμμετρία, Αθήνα, 2005, σσ.:158, 151-169, 170-184.
Γιαννόπουλος Ν. Βασίλειος, Ιστορία και Θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων, Εκδόσεις: Έννοια, Αθήνα, 2014, σ.:63.