Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Αὐτός πού φοβᾶται μήν τυχόν ἀρρωστήσει σωματικά, δέν φτάνει στήν κατάσταση πού ταιριάζει στήν ἀνθρώπινη φύση, οὔτε μπορεῖ νά ἀποκτήσει τίς ἀρετές. Ἄν ὅμως κανείς, σέ κάθε κόπο του, καταφεύγει στόν Θεό, ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά τόν ξεκουράσει.
Ἄν ὁ Γεδεών δέν ἔσπανε τίς στάμνες, δέν θά ἔβλεπε τό φῶς τῶν πυρσῶν. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν καταφρονήσει τό σῶμα του, δέν θά δεῖ τό φῶς τῆς Θεότητας.
Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου ἀπό τή μητέρα τῶν παθῶν, τή φιλαυτία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ παράλογη ἀγάπη τοῦ σώματος.
Ἀπό αὐτήν γεννιοῦνται, μοιάζοντας δικαιολογημένοι, οἱ πρωταρχικοί καί γενικοί ἐμπαθεῖς λογισμοί – τῆς γαστριμαργίας, ἐννοῶ, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς κενοδοξίας – παίρνοντας τίς ἀφορμές ἀπό τήν ἀπαραίτητη τάχα ἀνάγκη τοῦ σώματος, καί ἀπό αὐτούς γεννιοῦνται ὅλα τά πάθη.
Ὅπως εἴπαμε λοιπόν, πρέπει ἀπαραίτητα νά προσέχουμε καί νά πολεμοῦμε τή φιλαυτία μέ πολλή ἐπαγρύπνηση. Γιατί ὅταν θανατωθεῖ αὐτή, μαζί της θανατώνονται καί ὅλα ὅσα γεννιοῦνται ἀπό αὐτήν.
Τόν μοναχό, τό πάθος τῆς φιλαυτίας τόν παρακινεῖ νά λυπᾶται τό σῶμα καί νά ἐνισχύει μέ τροφές πέρα ἀπό ὅσο πρέπει, τάχα γιά λόγους ὑγείας καί ἀντοχῆς, ἔτσι ὥστε σιγά-σιγά νά παρασυρθεῖ καί νά πέσει στό βάραθρο τῆς φιληδονίας.
Τόν κοσμικό τόν παρακινεῖ ἐπιπλέον νά φροντίζει τό σῶμα ἱκανοποιώντας κάθε ἐπιθυμία του.
Ὁρισμένα ἀπό τά πάθη προκαλοῦν ἀκολασία, ἄλλα τό μίσος, ἐνῶ ἄλλα καί ἀκολασία καί μίσος.
Ἡ πολυφαγία καί ἡ καλοφαγία εἶναι αἰτίες τῆς ἀκολασίας.
Ἡ φιλαργυρία καί ἡ κενοδοξία εἶναι αἰτίες τοῦ μίσους πρός τόν συνάνθρωπο.
Ἡ μητέρα τους, ἡ φιλαυτία, εἶναι αἰτία καί τῶν δύο, ἐνῶ τήν ἀντιμάχονται ἡ ἐγκράτεια καί ἡ ἀγάπη.
Ὅποιος λοιπόν ἔχει τή φιλαυτία, ἔχει ὅλα τά πάθη.
Κανένας δέν μίσησε τό σῶμα του –λέει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ἀλλά τό σκληραγωγεῖ καί τό μεταχειρίζεται σάν δοῦλο, μή δίνοντάς του τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τροφή καί ἐνδύματα, καί ἀπό αὐτά μόνο τά ἀπαραίτητα γιά τή ζωή του.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀγαπᾶ κανείς χωρίς πάθος τό σῶμα ὡς ὑπηρέτη τῶν θείων, τρέφοντας καί φροντίζοντάς το μόνον μέ ὅσα καλύπτουν τίς ἀνάγκες του.
Ὅποιον ἀγαπᾶ κανείς, αὐτόν ὁπωσδήποτε φροντίζει νά περιποιεῖται. Ἄν λοιπόν ἀγαπᾶ τόν Θεό, ὁπωσδήποτε φροντίζει νά κάνει τά ἀρεστά σέ αὐτόν· ἄν ἀγαπᾶ τή σάρκα, κάνει αὐτά πού τήν εὐχαριστοῦν.
Στόν Θεό ἀρέσει ἡ ἀγάπη, ἡ σωφροσύνη, ἡ θεωρία, ἡ προσευχή· στή σάρκα ἡ γαστριμαργία, ἡ ἀκολασία καί ὅσα τίς αὐξάνουν.
Γι᾿ αὐτό οἱ σαρκικοί ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά ἀρέσουν στόν Θεό, ἐνῶ ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ ἔχουν σταυρώσει τή σάρκα τους μαζί μέ τά πάθη καί τῆς ἐπιθυμίες της.
Ὁ νοῦς, ἄν στραφεῖ πρός τό Θεό, ἔχει δοῦλο τό σῶμα καί δέν τοῦ δίνει τίποτε περισσότερο ἀπό τά ἀπαραίτητα γιά τή ζωή του. Ἄν ὅμως στραφεῖ πρός τή σάρκα, γίνεται δοῦλος στά πάθη καί αὐτήν φροντίζει πάντοτε, ἱκανοποιώντας κάθε ἐπιθυμία της.