“Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ; “ρώτησε ο σοφός ερημίτης τον οδοιπόρο που ζητούσε απεγνωσμένα να τον συναντήσει.
“Εγώ θέλω γαλήνη” απάντησε μελαγχολικά εκείνος. Ο ερημίτης πήρε ένα ξύλο κι έγραψε στο χώμα :
Εγώ θέλω γαλήνη…
“Κοίταξε τώρα πόσο απλό είναι”, είπε στον οδοιπόρο και διέγραψε με μια κίνηση το «Εγώ».
“Σβήνεις πρώτα το “εγώ”. Είναι αδύνατον να βρει γαλήνη αυτός που έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και νομίζει πως μπορεί να την βρει μόνος του, μακριά από τον Θεό.
Το εγώ πάντα θα νιώθει ότι απειλείται από όλους γύρω του κι έτσι πάντα θα φοβάται. Θα μετατρέπεται σε εγωισμός για να επικρατεί, και θα διώχνει τον Θεό και την γαλήνη Του.”
Με μια δεύτερη κίνηση διέγραψε το «θέλω».
“Πρέπει να σβήσεις τη λέξη “θέλω”. Το θέλω δηλώνει επιθυμία, ανάγκη και προσκόλληση.
Όταν τρέχεις πίσω από τις μάταιες επιθυμίες σου, ποτέ δεν θα βρεις χρόνο να γαληνέψεις και να γίνεις ευτυχισμένος.
Είναι η γνωστή «επίδραση του κουνουπιού».
Αν σε ένα δωμάτιο υπάρχουν δέκα κουνούπια κι εσύ σκοτώσεις τα εννιά, το δέκατο κουνούπι δεν θα σε αφήσει να κοιμηθείς.
Έτσι είναι και οι επιθυμίες. Όσες και να ικανοποιήσεις πάντα θα υπάρχει κάποια που δε θα σε αφήνει να κοιμηθείς.”
Ο οδοιπόρος τότε κοίταξε τις διαγραμμένες λέξεις στο χώμα και λένε πως τότε βίωσε την πρώτη του αφύπνιση.
Είχαν σβηστεί το «Εγώ» και το «θέλω» και είχε μείνει η … Γαλήνη…