Ποιὸς εἶναι, τώρα, ὁ ἀληθινὸς θεολόγος; Θεολόγος εἶναι μόνον ἐκεῖνος ποὺ διάβασε πολλὰ θεολογικὰ βιβλία καὶ εἶναι ἐνημερωμένος ἐπάνω στὴν σχετικὴ βιβλιογραφία; Αὐτὸς ὅμως μοιάζει μὲ ἕναν μικροβιολόγο π.χ. πού διάβασε μὲν πολλὰ βιβλία ἐπάνω στὴν ἐπιστήμη του, ἀλλὰ δὲν χρησιμοποίησε ποτὲ ἕνα μικροσκόπιο οὔτε ἔκανε ἐργαστηριακὲς ἀναλύσεις κλπ.
Σὲ ὅλες τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες, ἐκεῖνος πού ἔχει ὁ λόγος του κύρος καὶ εἶναι αὐθεντία στὴν ἐπιστήμη του, εἶναι πάντα ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐμπειρία τοῦ ἀντικειμένου ἢ τοῦ φαινομένου στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει μελετήσει, δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἐμπειρία τῆς παρατηρήσεως καὶ κατανοεῖ τὰ φαινόμενα ποὺ παρατηρεῖ.
Στὴν Πατερικὴ ὁρολογία αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς παρατηρήσεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λέγεται θεωρία. Τὸ πρῶτο σκαλοπάτι τῆς θεωρίας εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς αὐτενεργούσης προσευχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐμπειρία τῆς εὐχῆς.
Μὲ τὴν εὐχή, ὅταν εἶναι ἐνεργουμένη ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀρχίζει νὰ θεμελιώνεται ἡ ἐνδιάθετος πίστις στὸν ἄνθρωπο.
Δία τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Χριστιανὸς ἀρχίζει νὰ θεωρῆ τὸν Θεόν, νὰ γνωρίζη τὸν Θεόν. Ὁ Χριστιανὸς τώρα ἔχοντας τὴν βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ ὁδηγοὺς τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη δηλαδὴ…
τοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς Ἀποστόλους, καθὼς καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν ἐν Ἁγίω Πνεύματι τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, μπορεῖ νὰ κάνη καὶ ὁ ἴδιος σωστὴ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ νὰ ἐμβαθύνη στὰ ρητὰ καὶ στὰ νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν κειμένων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Σὲ ὠρισμένες περιπτώσεις κατὰ διαστήματα μπορεῖ ὁ Χριστιανὸς αὐτὸς νὰ ἀνεβαίνη σὲ ὑψηλότερα στάδια θεωρίας π.χ. σὲ ἔλλαμψι ἤ, ὅταν θέλη ὁ Θεός, σὲ μέθεξι τοῦ ἀκτίστου Φωτός, δηλαδὴ σὲ θέωσι.
Ἀπὸ Πατερικῆς ἀπόψεως θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔφθασε σὲ θέωσι. Διότι τότε γίνεται ἀπλανής, ὁπότε μπορεῖ νὰ θεολογῆ χωρὶς φόβο νὰ πέση σὲ πλάνη. Δηλαδὴ θεολόγοι κατὰ τοὺς Πατέρες εἶναι μόνον οἱ θεόπτες. Ἡ Ἐκκλησία τὸν τίτλο τοῦ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγου τὸν ἔδωσε σὲ πολὺ λίγους Πατέρες, ἂν καὶ πολλοὶ Ἅγιοι ἐθεολόγησαν.
Οἱ θεολογοῦντες σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τούς θεολόγους εἶναι ὅσοι ἔφθασαν μόνο στὴν κατάστασι φωτισμοῦ, τῆς ἀδιαλείπτου δηλαδὴ καρδιακῆς εὐχῆς, οἱ ὁποῖοι ὅμως, ἐπειδὴ ἔχουν φωτισθῆ ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μποροῦν καὶ θεολογοῦν ἐπάνω στὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ παράγουν καινούργια Θεολογία.
Βέβαια ὑπάρχουν καὶ οἱ διανοητικὰ θεολογοῦντες, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦν, ἐπειδὴ ἔχουν ἁπλῶς διαβάσει μερικὰ θεολογικὰ βιβλία, πράγμα ὅμως ποὺ ἀπαγορεύεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὴ Θεολογία», τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου (†),
ἐκδόσεις «Παρακαταθήκη»