«Ενας παντρεμένος άνθρωπος πού είχε παιδιά καί δούλους καί άφθονο πλούτο, ήταν πολύ έλεήμων καί φιλόξενος. Μία νύκτα, αφού έδείπνησε, κοιμήθηκε καί τό πρωΐ τόν εύρήκαν ξαπλωμένο στήν γή, ψυχρό, άναίσθη το, σάν νά ήταν πεθαμένος.
Οί συγγενείς του τόν έσήκω σαν, τόν έβαλαν στό στρώμα, κάνοντάς του διάφορες γιατρειές καί ζεσταίνοντάς τον γιά νά άναζήση, άλλά μάταια έκοπίαζαν. Μετά άπό πολλές ήμέρες ήλθε στόν εαυτό του καί έρωτήθηκε άπό τούς συγγενείς του νά τούς ειπή τί έπαθε καί πού εύρισκόταν τόσες ήμέρες νεκρός.
Εκείνος δέν αποκρινόταν» μόνο έκλαιγε άπαρηγόρητα καί άκατάπαυστα καί, μέχρι τοΰ θανάτου του, δέν είπε τίποτε σέ κανέναν. Όταν πλησίαζε τό τέλος, έκάλε σε τόν μεγαλύτερο γυιό του καί τοΰ είπε τά εξής μπροστά σέ όλους:
«Αγαπητό μου παιδί, αύτή τήν τελευταία εντολή σου δίνω προστακτικά καί σέ διατάζω νά τήν τηρής αύστηρά όσο μπορείς. Να δίνης ελεημοσύνη στούς πτωχούς και να έχης συμπάθεια στούς ξένους και οδοιπόρους.
Να τούς περιποιείσαι στό σπίτι σου με πολλή αγάπη, νά τους υπηρέτης πρόθυμα καί νά τους δίνης άφθονα, δσα χρειάζονται, καθώς είδες νά κάνω καί εγώ μέχρι τώρα. Διότι ή φιλοξενία είναι ή πιό ευπρόσδεκτη στόν Θεό άπ’ όλες τίς άρετές καί όποιος τήν εκτελεί επιμελώς, γιά τήν αγάπη του Θεου, ευρίσκει πολύ μισθό στήν ουράνια Βασιλεία Του.
Καί γιά νά παρακινηθήτε όλοι οί συγγενείς μου σ’ αυτήν τήν φιλόθεη πράξι της καλωσύνης καί συμπαθείας πρός τους ξένους καί πτωχούς, τήν τελευταία αυτή ημέρα μου θά σας διηγηθώ τήν φοβερή οπτασία πού είδα, όταν μέ εύρήκατε ωσάν άπο θαμμένον πρό ετών, κάτω στό πάτωμα τοΰ σπιτιού μας.
Γνωρίζετε ότι από τήν νεότητά μου είχα πολλή ευλάβεια στήν Ύπεραγία Θεοτόκο καί κάθε ημέρα της έδιάβαζα εγκώμια καί ευχές. Γι’ αυτό μου τόν πόθο καί τήν αγάπη πού είχα μέ ολη μου τήν ψυχή καί τήν καρδιά, μέ αξίωσε ό Δεσπότης, μέ τίς δικές της πρεσβείες, νά απολαύσω πολλές δωρεές καί χάριτες» μά προπαντός γιά τήν συμπάθεια πού είχα γιά τούς πτωχούς καί ξένους, καθώς εσείς τό ξέρετε, υποδεχόμενος τόν καθένα μέ αγάπη καί παρέχοντας αφθονα, όλα τά χρειαζόμενα.
Τήν νύκτα εκείνη πού είδα τήν οπτασία, άκουσα φωνή πού έφώναξε μέ τό όνομά μου λέγοντας: «Σήκω από τό κρεββάτι καί ακολούθησε με» «Οταν σηκώθηκα, μ’ επιασε βίαια εκείνος πού μέ φώναξε από τό χέρι καί μέ ώδήγησε σ’ ενα μεγάλο λιβάδι.
Τότε αυτός εγινε άφαντος καί εγώ μόνος μου, μή ξέροντας τί νά κάνω, άκουσα πίσω μου ξαφνικά φοβερές φωνές καί ταραχές. Γυρίζοντας πίσω βλέπω ένα άπειρο πλήθος δαιμόνων καί ήρχοντο κατεπάνω μου νά μέ αρπάξουν ως θηρία άνήμερα.
Έγώ, καθώς τούς είδα όσο μπορούσα, έτρεχα με ασυγκράτητο φόβο έως ότου έφθασα σε ένα σπίτι και μπαίνοντας μέσα έκλεισα την πόρτα. Αλλά αυτοί την έσπασαν και μπήκαν μέσα να μ αρπάξουν.
Άλλά για νά καταλάβης καλλίτερα, άκουσε και αύτά. Είναι τώρα τρία χρόνια άφ’ ότου επήρα ένα ξένο έδώ στό σπίτι μου, άπό τό βράδυ τής εορτής τών Άγίων Πάντων γιά νά τόν φιλοξενήσω, κατά τήν συνήθειά μας.
Φθάνοντας στό σπίτι, εύρήκα καί άλλον ξένο, πού είχε κρατήσει ή μητέρα σου, κατά τό πρόσταγμα μου πού τής είχα δώσει, νά υποδέχεται καί φιλο ξενή τόν καθένα ώς άγγελο Κυρίου καί σέ λίγο έφερε άλλον ένα καί ό αδελφός σου.
Τότε έγώ έδοκίμασα μεγάλη χαρά πού άξιώθηκα νά υποδεχθώ καί φιλοξενήσω στό σπίτι μου τούς τρεις αύτούς ξένους κατά τόν τύπο τής Παναγίας Τριάδος. Τούς έφίλευσα πλουσιοπάροχα, όσο μοϋ ήταν δυνατόν, κατά τήν συνήθειά μου.
Όταν λοιπόν, επανέρχομαι στήν οπτασία, μπήκαν μέσα οί δαίμονες, άρχισα νά φωνάζω στόν Κύριο νά μ’ έλεήση μέ τίς πρεσβείες τής Παναχράντου Μητρός Του. Τότε βλέπω τρεις ωραίους άνδρες καί μου λέγουν: «Μή φοβάσαι διότι έμεΐς ήλθαμε νά σέ βοηθήσουμε». Άφοΰ έδιωξαν τούς δαίμονες μ’ ερώτησαν, έάν τούς ήξερα.
Έγώ τούς είπα: «Όχι, Κύριοι μου, δέν σάς γνωρίζω». Οί δέ αποκρίθηκαν: «Έμεΐς είμεθα εκείνοι οί τρεις ξένοι πού έφίλευσες στό σπίτι σου μέ πλούσια καί άβραμιαία καρδιά καί μάς έστειλε ό Κύριος πρός βοήθεια σου, νά σέ ανταμείψουμε γιά τήν πολλή άγάπη πού μάς έδειξες» καί νά, οπού σέ έλυτρώσαμε άπό τά χέρια τών δαιμόνων». Άφού είπαν αύτά, έγιναν άφαντοι.
Έγώ ευχαρίστησα τόν Θεό καί φοβούμενος νά βγω έξω μήπως μέ πειράξουν πάλι, έμεινα λίγη ώρα μέσα στό σπίτι. Μετά άπό λίγο έκανα τό σημείο τοΰ Σταυρού καί βγήκα έχοντας τήν έλπίδα μου στόν Κύριο.
Άφοΰ εβάδισα λίγο είδα νά τρέχουν πίσω μου δαίμονες λέγοντας τα εξής: Άς τρέξουμε γρήγορα νά τόν πιάσουμε τώρα μήπως και μάς φύγη῾ Έγώ φοβήθηκα καί τρέχοντας περισσότερο, εφώναξα στήν Θεοτόκο:Παναφία Θεοτόκε,. βοήθησε με». «Ετσι τρέχοντας έφθασα σ’ ένα πύρινο ποτάμι, πού ήταν γεμάτο φίδια καί άλλα φοβερά θηρία του «Αδου.
Τό σώμα τους ήταν όλο χωμένο μέσα στίς φλόγες καί μόνο τό στόμα τους είχαν έξω ανοικτό, ωσάν νά πεινούσαν καί ήθελαν νά μέ φάγουν. Οί δαίμονες πού μέ κυνηγούσαν, μέ φώναζαν νά πέσω μέσα στό ποτάμι ή θά μέ ρίξουν εκείνοι.
Έγώ τότε έκύταζα τριγύρω, εάν ύπάρ χη κάποια άλλη διέξοδος, οπότε καί βλέπω ένα πολύ στενό γεφύρι ώς μία σπιθαμή καί τόσο ψηλό, ώστε μου φαινόταν πώς έφθανε στόν ουρανό.
Μή ξέροντας τί νά κάνω άπ’ αυτά τά τρία, δηλαδή νά πέσω στό ποτάμι, όπου φοβόμουν τήν φωτιά καί τούς δράκοντες, νά μείνω στήν εξουσία τών δαιμόνων, πού ήταν χειρότερο ή νά ανέβω τό γεφύρι; Προτίμησα τό τρίτο. «Ετσι ανέβαινα τά σκαλιά έναένα μέ πολύ φόβο καί κίνδυνο νά πέσω κάτω στίς φλόγες.
Οί πονηροί δαίμονες μέ ακολουθούσαν μέ φωνές καί απειλές. Όταν ήμουν στήν κορυφή τοΰ γεφυ ριοΰ, έφθασαν καί οί δαίμονες καί έγώ τότε μέ δάκρυα έ βόησα πρός τήν Θεοτόκο: «Ύπεραγία Θεοτόκε, βοήθη σέ με».
Τότε, ευρέθηκε ενώπιον μου ή φιλεύσπλαχνη Μητέρα της ελεημοσύνης καί μου έδωσε τό δεξί της χέρι λέγοντας: «Μή φοβάσαι, αγαπημένε δοΰλε μου. Επειδή εσύ μου έδιάβαζες εγκώμια καί προσευχές καί αγαπούσες τούς πτωχούς, τούς ελαχίστους αδελφούς τοΰ Υιού καί Δεσπότου μου, γι’ αύτό ήλθα καί έγώ νά σέ βοηθήσω στήν ανάγκη σου».
Άφοΰ μου είπε αυτά μέ έκρά τησε από τό χέρι καί, ώ τοΰ θαύματος! σέ μιά στιγμή μ’ έφερε στό σπίτι μου καί μπήκε ή ψυχή μου στό σώμα μου, ενώ εσείς μέ θεωρούσατε ώς πεθαμένο.
Λοιπόν, παιδί μου, νά μή άμελήσης καί εσύ τήν υπηρεσία αυτή πρός τήν Μητέρα τοΰ Παντοδυνάμου Θεού, τήν Πανάχραντη Θεοτόκο, αλλά κάθε ώρα νά την υμνολογής να την δοξάζης, οπως πρέπει και όπως μέχρι τώρα έκανα καί έγώ ό πατέρας σου. «Ετσι θά τήν έχης βοήθεια σέ κάθε σου ανάγκη.
Αυτό είναι τό πρώτο πρόσταγμα μου πού σου παραγγέλλω. Τό δεύτερο είναι, όπως σου προείπα, βίαζε τόν εαυτό σου, όσο μπορείς, νά άγαπας τούς ξένους, τούς πτωχούς, τίς χήρες, τά ορφανά, νά τούς δίνης όλα τά αναγκαία, εάν θέλης ν’ άπολαύσης σ’ αυτόν τόν κόσμο κάθε αγαθό καί νά κληρονομήσεις καί τήν αιώνια Βασιλεία του Θεού!».
Αύτά, άφοΰ είπε ό άοίδιμος σ’ όλους τούς παρευρισκομένους νά εύλαβοΰνται τήν Θεομήτορα καί νά βοηθούν τούς πτωχούς, παρέδωσε τήν αγία ψυχή του στά χέρια τοΰ Θεοΰ. Ό γυιός του, ένθυμούμενος σ’ όλη τήν ζωή του τίς πατρικές συμβουλές, έξήσκησε ενάρετη πολιτεία καί μετά τό τέλος της επιγείου ζωής του, άξιώθη κε της ουρανίου μακαριότητος.
Από το βιβλίο: «ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ» – Ὑπό μον. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου – ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»