Κάποτε τοῦ εἶχε στείλει κάποιος ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ μιὰ ἐπιταγή. Τὴν ὥρα ὅμως ποῦ τὴν ἔπαιρνε ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸ Ταχυδρομεῖο, τονεῖδε ἕνας κοσμικὸς καὶ νικήθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς φιλαργυρίας.
Πῆγε λοιπὸν τὴν νύχτα στὸ Κελλὶ τοῦ Γέροντα, γιὰ νὰ τὸν ληστέψη, μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι θαεύρισκε καὶ ἄλλα χρήματα, χωρὶς νὰ ξέρη ὅτι καὶ ἐκεῖνα ποῦ εἶχε πάρει ὁ Γέροντας τὰ εἶχε δώσει τὴν ἴδια ὥρα στὸν κὺρ – Θόδωρο, γιὰ νὰ πάρη ψωμιὰ γιὰ τοὺς φτωχούς.
Ἀφοῦ τὸν βασάνισε ἀρκετὰ τὸν Γέροντα – τὸν ἕσφιγγε μὲ ἕνα σχοινὶ στὸν λαιμὸ τοῦ – διεπίστωσε ὅτι πράγματι δὲν εἶχε χρήματα καὶ ξεκίνησε νὰ φυγή.
Ὃ πάπα – Τυχῶν τοῦ εἶπε:
– Θεὸς συγχωρέσοι, παιδί μου.
Ὃ κακοποιὸς αὐτὸς ἄνθρωπος πῆγε καὶ σὲ ἄλλον Γέροντα μὲ τὸν ἴδιο σκοπό, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸν ἐπίασε ἢ Ἀστυνομία, καὶ ὁμολόγησε μόνος του ὅτι εἶχε πάει καὶ στὸν Πάπα – Τύχωνα. Ὃ Ἀστυνόμος ἔστειλε χωροφύλακα καὶ ζήτησε τὸν Γέροντα γιὰ ἀνάκριση, ἐπειδὴ θὰ γινόταν ἡ δίκη τοῦ κλέφτη.
Ὃ Γέροντας στενοχωρέθηκε γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε στὸν χωροφύλακα:
– Παιδί μου, ἐγὼ τὸν συγχώρεσα μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου τὸν κλέφτη. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἔδινε καθόλου σημασία στὰ λόγια τοῦ Γέροντα, γιατί ἐκτελοῦσε ἀνώτερη διαταγή, καὶ τὸν τραβοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε:
– Ἄντε, γρήγορα, Γέροντα! ἐδῶ δὲν ἔχει συγχώρεση καὶ «εὐλόγησαν».
Τελικὰ τὸν λυπήθηκε ὁ Διοικητὴς καὶ τὸν ἄφησε ἀπὸ τὴν Ἱερισσὸ νὰ γυρίση στὸ Κελλί του, ἐπειδὴ ἔκλαιγε σὰν μωρὸ παιδί, γιατί νόμιζε ὅτι θὰ γίνη καὶ αὐτὸς αἰτία νὰ τιμωρηθῆ ὁ κλέφτης.
Ὅταν τὸ θυμόταν αὐτὸ τὸ περιστατικό, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ χωρέση στὸ μυαλό του καὶ μοῦ ἔλεγε:
– Πὰ-πὰ-πά, παιδί μου! αὐτοὶ οἱ κοσμικοὶ ἄλλο τυπικὸ ἔχουν” δὲν ἔχουν τὸ «εὔλογησον», «Θεὸς συγχωρέσοι».