Ὁ σκύλος ὅταν ἀντιληφθῆ, ὅτι κάτι ἔρχεται νὰ κάνη κακὸ στὰ πρόβατα, φωνάζει, γαυγίζει ἔντονα, ἀπειλητικά, νιώθοντας ὅτι ἔχει κάποια εὐθύνη πάνω στὰ πρόβατα, στὸ ἀφεντικὸ ποὺ τὸν ἔχει, ποὺ τὸν ταΐζει. Εἶναι φυσικό του νὰ τὸ κάνει αὐτό. Καὶ ὅσο γαυγίζει καὶ φωνάζει, ὁ κλέφτης, ὁ λύκος, τὸ ἀγρίμι, δὲν πλησιάζει τὸ κοπάδι.
Ἐὰν στὸ σκυλὶ αὐτὸ ἔρθει ὁ λογισμός, ὅτι δὲν ὑπάρχει φόβος, δὲν ὑπάρχει λύκος, δὲν κρύβεται κάποιος κλέφτης καὶ ἀρχίζει νὰ σπάζει ἡ προσοχή του, τὸ ἄγρυπνο γιὰ τὸ κοπάδι, τὸν πλησιάζει ὁ νυσταγμός, κάθεται καὶ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος.
Καὶ ἔτσι ἡσυχάζει ὁ τόπος, τὸ κοπάδι ἀπὸ τὰ γαυγίσματα, αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸν κλέφτη, ἀπὸ τὸν λύκο, ποὺ παραμονεύουν. Ὅταν, λοιπόν, σταματήσει ὁ λύκος νὰ ἀγρυπνεῖ καὶ νὰ φωνάζει. Ὅταν δοῦνε τὴν περίπτωση αὐτή, σιγὰ-σιγὰ προχωροῦν, πλησιάζουν, προσβάλλουν τὸ κοπάδι καὶ ἀρχίζουν ἕνα – ἕνα νὰ ρημάζουν τὰ πρόβατα.
Ὁ ζῆλος ὁ πνευματικὸς εἶναι σὰν τὸ σκυλί. Γεννᾶται ἡ ἐπιθυμία στὸν ἄνθρωπο τὸν πνευματικὸ νὰ ἀγωνιστεῖ, νὰ ἀποκτήσει κάποια ἀρετὴ καὶ στὴ συνέχεια νὰ φυλάξει τὴν ἀρετή. Ἡ ἐπιθυμία ποὺ διεγείρεται μέσα στὸν ἄνθρωπο, γεννᾶ τὸν ζῆλο.
Ὁ ζῆλος, ὅταν γεννηθεῖ, φωνάζει σὰν τὸ σκυλί. Πλέκει λογισμούς, πῶς νὰ ἀγωνιστεῖ σκέπτεται πῶς νὰ φυλαχθεῖ, πῶς νὰ φυλάξει, πῶς νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀρετή. Διεγείρεται ἡ ἀδιάλειπτη προσοχή, ἡ νῆψις, γιὰ νὰ κατορθωθεῖ ἡ ἀρετὴ τὴν ὁποία ἐπεθύμησε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄς πάρουμε μιά περίπτωση, μιά ἀρετὴ ποὺ σκέπτεται, μᾶλλον ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποκτήσει ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος. Ἂς πάρουμε τὴν ἀρετὴ τῆς προσευχῆς. Ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν μελέτη, ἀπὸ τὴν φώτιση τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀποκτήσει, νὰ κερδίσει τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Τὴν προσευχὴ ποὺ δὲν ἔχει σταματημό.
Ἡ ἐπιθυμία γεννᾶ τὸν ζῆλο, τὴν θέρμη αὐτή, τὴν ὁρμητικότητα τῆς ψυχῆς.
Καὶ ἡ ἐπιθυμία, ὁ ζῆλος, ἡ θέρμη δημιουργοῦν ὁρμητικότητα, εἰς τὸ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς αὐτὴ τὴν μεγάλη ἀρετή. Ὁ ζῆλος γεννᾶ τοὺς λογισμοὺς τῆς παραφυλακῆς καὶ σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος, ὅτι γιὰ νὰ ἀποκτήσει αὐτὴν τὴν ἀρετή, χρειάζεται νὰ ἀγωνιστεῖ νόμιμα, κατὰ τοὺς Πατέρας.
Ὅτι πρέπει συνεχῶς νὰ ἐλέγχει τὴν κατάσταση, νὰ ἀγωνίζεται στὴν ἀρχή, μὲ τὴν προφορικὴ ἐπίκληση μὲ τὸ στόμα νὰ λέει τὴν εὐχή.
Ὁ ζῆλος παρακολουθεῖ τώρα νὰ μὴν σταματήσει ἡ προφορικὴ ἐπίκληση, νὰ μὴν ἀργολογήσει, νὰ μὴν σκεφτεῖ μάταια πράγματα, νὰ μὴν σκορπίζει τὸ μυαλὸ του ἐδῶ κι ἐκεῖ. Καὶ συνεχῶς τὴν προφορικὴ ἔτσι ἐργασία τῆς προσευχῆς, τὴν παρακολουθεῖ ὁ ζῆλος, ἡ προσοχή, ἡ νῆψις. Τὸ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα νὰ μὴν σταματήσει.
Μόλις συμβεῖ κάτι, ποὺ νὰ ἐμποδίζεται ὁ ζῆλος, πάλι δίνει τοὺς λογισμοὺς τοὺς φωτισμένους, τοὺς θερμούς, ὅτι αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο πρέπει νὰ ξεπεραστεῖ. Μιά ἀργολογία ἤτανε, μιά σκέψις ἦρθε ἔτσι μάταιη στὸν λογισμὸ καὶ σταμάτησε τὸ στόμα νὰ λέει τὴν προσευχή.
Ἀμέσως ὁ ζῆλος ξεκινάει πάλι ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνιστεῖ, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ξαναγίνει. Μόλις δεῖς τὴν περίπτωση, νὰ τὴν ὑπερπηδήσεις, καὶ ἔτσι διατηρεῖται αὐτὴ ἡ ἐργασία τῆς προσευχῆς.
Φωτίζει τώρα ὁ ζῆλος, ἀποδιώκει κάθε κακὸ λογισμό, καὶ δέχεται τοὺς φωτεινοὺς λογισμοὺς ποὺ λένε ὅτι σὰν ἀγωνιστεῖς κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο προφορικά, ὅπως μᾶς συμβουλεύουν οἱ μεγάλοι πατέρες, μετὰ ἀπὸ τὴν προφορική, θὰ φθάσουμε στὴ διανοητική, στὴν νοερὰ προσευχή.
Ἡ ὄρεξη τῆς ψυχῆς νὰ φτάση στὴν νοερὰ ἐπίκληση, δίνει τόνωση, ὁρμητικότητα στὴν προφορικὴ ἐπίκληση, νὰ μὴ σταματήσει, γιατί πρόκειται νὰ φτάσουμε στὴν νοερά.
Ἐὰν δὲν ἀγωνιστεῖ σωστὰ στὴν προφορική, δὲν θὰ φθάσεις στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς. Καὶ ἔτσι ὁ ζῆλος παρακολουθεῖ τὸν ἀγῶνα συστηματικὰ καὶ κανονικά.
Τὸν περιφράττει, τὸν περιβάλλει, τὸν σκεπάζει κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπὸ τὴν κακία τοῦ δαίμονος. Καὶ ἔτσι σιγὰ – σιγά, ἡ ἁγία αὐτὴ ἐπιθυμία, μὲ τὴν φρούρηση τοῦ πνευματικοῦ ζήλου, προχωρεῖ στὴν ἀπόκτηση τῆς τελείας προσευχῆς.
Ὅταν ὅμως νυστάξει αὐτὸς ὁ ζῆλος, οἱ θερμοὶ λογισμοὶ ἀρχίζουν νὰ κρυώνουν ἀρχίζει ἡ αὐτοπεποίθησις μέσα μας, ὅτι καλὰ πᾶμε. Θὰ ἀποκτήσω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Λογισμοὶ μάταιοι ἔρχονται καὶ προσβάλλουν καὶ σπάζουν τὸν τόνο τοῦ ζήλου.
Ἀρχίζει ὁ νυσταγμὸς τῆς ψυχῆς, καὶ πέφτει ὁ ἀγώνας. Ὑποχωρώντας ὁ ζῆλος, παύει τὸ στόμα φερ’ εἰπεῖν νὰ λέει συνέχεια τὴν προσευχή. Ἀρχίζει νὰ κάνει διαλείψεις, νὰ κάνει σκαμπανεβάσματα, πλημμελῶς νὰ ἐργάζεται τὸ στόμα τὴν προσευχή.
Ὁπότε τὴν κλέβει τελείως ὁ ἐχθρὸς τὴν προσευχή, καὶ κλείνουμε τὸ στόμα καὶ οἱ λογισμοὶ μέσα μας οἱ ἄσχημοι, δουλεύουνε ἄνετα. Τότε τὸ στόμα ἀπὸ τὴν προφορικὴ ἐπίκληση ἔρχεται στὴν παρρησία καὶ ἔτσι ἐρημώνεται τὸ πνευματικὸ ποίμνιο τῆς ψυχῆς.
Καὶ γιὰ κάθε ἀρετή, ἔτσι γίνεται, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πνευματικοῦ ζήλου. Ὅσο ἡ ἐπιθυμία θὰ φρουρεῖται καὶ θὰ θερμαίνεται ἀπὸ τὸν ζῆλο, ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ τῆς ἀρετῆς θὰ γίνει ἔργο, θὰ γίνει κτῆμα τῆς ψυχῆς.
Καὶ πρέπει συνεχῶς νὰ πυροδοτοῦμε τὸν πνευματικὸ ζῆλο, γιὰ νὰ φρουρεῖται ἡ ψυχή μας ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λύκους καὶ ἀπὸ τοὺς νοητοὺς κλέφτες, οἱ ὁποῖοι καιροφυλακτοῦν ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, νὰ ἐρημώσουν τὴν ψυχή μας.
Ὁ διάβολος τῆς κακῆς ἐπιθυμίας στέκει ἀπέναντί μας, στέκει μπροστά μας, ἔχει ἀναμμένη, ὅπως λένε οἱ πατέρες, τὴν δάδα καὶ ζητεῖ εὐκαιρία, κατάλληλη στιγμὴ ἀμελείας καὶ ραθυμίας γιὰ νὰ μᾶς δώσει μπουρλότο, νὰ ἐμπρήσει τόν ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ μᾶς ἀνάψει τὴν κακὴ ἐπιθυμία μέσα μας καὶ νὰ ἀποτεφρώσει τελείως κάθε ὑπόστασι καθαρότητος τῆς ψυχῆς.
Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἀπ. Παῦλο, εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ. Οὐκ οἴδατε ὅτι εἴσαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνοίκει (κατοικεῖ) ἐντὸς ὑμῶν; Μέσα μας κατοικεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀναγεννηθήκαμε πνευματικῶς, μὲ τὴ ἱεροπραξία αὐτή, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἦρθε μέσα στὴν καρδιὰ του βαπτισμένου ἀνθρώπου. Ἀλλὰ ἡ χάρις αὐτή, ὅταν δὲν προσέξει ὁ ἄνθρωπος καὶ ἁμαρτάνει, καταπλακώνεται, καταχώνεται βαθιὰ στὴν καρδιὰ καὶ ἡ λαμπρότης αὐτῆς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν λάμπει στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ἡ λάμψις, ὁ φωτισμὸς αὐτῆς τῆς χάριτος, νὰ δώσει τὴν δυνατότητα, νὰ γνωρίση ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ μέσα του.
Ἡ χάρις αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ Ἱεροῦ Βαπτίσματος, κάνει τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ναὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν δὲν εἶναι καθαρός, ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἐπισκέπτεται, δὲν μπαίνει μέσα στὸ ναὸ αὐτό, ἀλλὰ φεύγει.
Τὸν ἀφήνει ἔρημο. Καὶ γίνεται ἕνας τόπος ἄχρηστος, ἕνας τόπος βρώμικος. Ἔρχονται ὅλα τὰ δαιμόνια καὶ κατοικοῦν ἐκεῖ μέσα. Ἄρα ἡ καθαρότης τοῦ ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ καθαρότης τοῦ ναοῦ, εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ ναοῦ, εἶναι ἡ εὐπρέπεια τοῦ ναοῦ.
Ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν βρίσκεται καθαρὸς στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Καὶ ἔρχεται ὅλος ὁ Θεὸς μέσα στὸν ἄνθρωπο. Τότε ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνακύπτει, ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια.
Ἀποβάλλει ὅλη τὴν σαβούρα, ποὺ εἶχε πάνω της διὰ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ οἱ λαμπηδόνες καὶ οἱ ἀκτῖνες καὶ οἱ λάμψεις αὐτῆς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καταυγάζουν ὅλον τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τόν κάνουν θεοειδῆ.
Λοιπὸν ὁ διάβολος, ὅπως εἴπαμε, στέκεται ἀπέναντί μας καὶ ἔχει στὸ χέρι του τήν κακὴ ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας καὶ ζητᾶ εὐκαιρία νὰ πετάξει ἐπάνω μας αὐτὴ τὴν φλόγα τῆς κακῆς ἐπιθυμίας, νὰ μᾶς πυρπολήσει καὶ νὰ μᾶς ἀποξενώσει τελείως ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ μὴν ἔχουμε ὑπόστασι τοῦ θείου ναοῦ.
Ὁ πνευματικὸς ὅμως ζῆλος, ὅταν αὐτὸν τὸν ναὸ τὸν περιβάλλει, τὸν περιπολεῖ, τὸν περιτριγυρίζει καὶ ὑλακτεῖ καὶ φωνάζει σὰν τὸν σκυλί, τότε ὁ ἐχθρὸς ὁ ἀπέναντί μας, δὲν βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ μᾶς κάψει, νὰ μᾶς ἀχρηστεύσει, νὰ μᾶς κάνει ἁμαρτωλοὺς μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ! Καὶ ἔτσι διατηρούμεθα ἐν τῷ Θεῷ.
Ὅταν ἡ ψυχή μας προσεύχεται, ὅταν ὁ νοῦς μας περπατάει στὸν Θεό, πλησιάζει τὸν Θεό, μὲ τὴν θεωρία καὶ τὴν θεία μελέτη, ὁ ναὸς θυσιάζεται μὲ τὸ ἄρωμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ἄρωμα εἶναι ἡ πρᾶξις τῆς ψυχῆς ἡ πρᾶξις τῆς προσευχῆς εἶναι ὁ καρπὸς τῆς προσευχῆς, ἡ εὐωδία τοῦ θυμιάματος, Καὶ ὅταν ἕνας ναὸς θυμιάζεται καὶ εὐωδιάζεται καὶ εἶναι εὐπρεπισμένος καὶ καλλωπισμένος, ὁ Θεὸς εὐχαρίστως ἔρχεται καὶ κατοικεῖ ἐκεῖ μέσα καὶ θυσιάζεται ἐπάνω στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς.
Καὶ ἡ καρδιὰ ἀναπέμπει δοξολογίες καὶ εὐχαριστίες στὸν Θεό, ποὺ κάμει αὐτὸ τὸ μυστήριο, ποὺ δέχεται αὐτὴν τὴν ἐξιλαστήριο θυσία.
Ἐὰν ὅμως ὁ ζῆλος δὲν περιφρουρήσει αὐτὸν τὸν ναό, τότε ὁ ναὸς εἶναι ἀνοχύρωτος, εἶναι ἀπροστάτευτος, εἶναι ἀφύλακτος, καὶ ἐρημώνεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἐμεῖς σὰν μοναχοί, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο γνωρίζουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διδασκόμεθα συνέχεια ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες μας, πῶς πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε.
Ἡ ζωή τους, τὸ παράδειγμά τους, οἱ νουθεσίες τους, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ μᾶς ἀνάψουν τὸν ζῆλο γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Νὰ τοὺς μιμηθοῦμε στὴν ἀρετή τους, καὶ στὴν χάρι ποὺ ἀπόκτησαν ἀπὸ τὸνἀγώνα τους.
Καὶ αὐτοὶ ἦταν ἄνθρωποι, εἶχαν πάθη καὶ ἀδυναμίες, ἀλλὰ πρόσεξαν πάρα πολὺ τὸν πνευματικό τους ζῆλο. Δὲν τὸν ἄφησαν νὰ νυστάξη, νὰ κοιμηθῆ. Τὸν εἶχαν πάντα ἄγρυπνο, νηφάλιο καὶ προσεκτικὸ καὶ σιγὰ – σιγὰ ὁ ναὸς τῆς ψυχῆς των καὶ τοῦ σώματός των ἔγινε ἅγιος καὶ ὁ Θεὸς κατοίκησε μέσα τους καὶ ἔγιναν ἅγιοι.
Τώρα ἀκολουθοῦμε ἐμεῖς. Ἤρθαμε ἐμεῖς στὸ στίβο τῆς πάλης. Ἤρθαμε στὴ θέσι τους. Ἤρθαμε στὴ ζωὴ ποὺ ἔζησαν αὐτοί. Πρέπει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ πρῶτος ἐγώ. Πρέπει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, νὰ δοῦμε πῶς ἐζήλωσαν αὐτοὶ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν ζηλώσουμε καὶ ἐμεῖς. Νὰ ἔχουμε προσοχὴ σὲ ὅλα μας. Νὰ θερμαίνουμε συνεχῶς τὸν πόθο, τὸ πῶς θὰ ἁγνίσουμε ψυχοσωματικὰ τὸν ἑαυτό μας.
Ἀλλὰ σὰν ἄνθρωποι ποὺ εἴμεθα καὶ ἔχουμε τόσες ἀδυναμίες, ποὺ πολλὲς φορές μᾶς ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν προσοχή, πρέπει τὸν δικό μας ζῆλο νὰ τὸν διατηροῦμε συνέχεια.
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, δίνει μεγάλη θέρμη στὸν ζῆλο! Καὶ ὅταν κανεὶς σκέπτεται, ὅτι ἴσως πεθάνει μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα, μετὰ ἀπὸ μία μέρα, ἕνα μῆνα, ἕνα χρόνο, ἡ σκέψις αὐτὴ εἶναι μία θέρμανση στὸν ζῆλο, ὥστε νὰ προσέξη τὸν ἑαυτό του. Νὰ προσέξη νὰ μὴν ἁμαρτήση νὰ μὴν σκεφθῆ κακό, νὰ μὴν μιλήση ἄσχημα, νὰ μὴν πράξη κακό, γιατί ὁ θάνατος ἄμα ἔρθη, τί θὰ γίνει μετά;
Γνωρίζουμε ὅτι τὰ πάντα μας εἶναι γνωστὰ στὸν Θεὸ καὶ στὸν διάβολο. Ὁ πειρασμὸς τὰ γράφει μὲ κάθε λεπτομέρεια ὅλα μας τὰ ἔργα, ὅλους μας τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ λόγια στὰ κατάστιχά του. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ θὰ πρόκειται νὰ φύγουμε ἢ καὶ ὅταν θὰ ἀνεβαίνουμε πρὸς τὸν Θεό, τὰ εἰδικὰ τελώνεια θὰ μᾶς παρουσιάσουν ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ ἐμεῖς τὶς ἔχουμε λησμονήσει.
Καὶ ὅταν τὶς δοῦμε καὶ εἶναι ὅλες γραμμένες καὶ νὰ μᾶς δοθῆ ἡ δυνατότητα νὰ τὶς ἐνθυμηθοῦμε, τότε, θὰ ἀπορήσουμε γιὰ τὸ μέγεθος, γιὰ τὸ πλῆθος, ποὺ θὰ ἔχουν γραμμένα ἐκεῖ οἱ δαίμονες.
Τότε θὰ ἔρθη τὸ μυαλὸ στὴ θέση του, τότε θὰ σκεφθοῦμε ὤριμα καὶ σωστά. Τὸ ὄφελος ποιὸ θὰ εἶναι; Νὰ μεταμεληθοῦμε βέβαια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μεταμέλεια πλέον δὲν φέρνει τὴν ὠφέλεια, δὲν φέρνει τὴν μετάνοια, δὲν ἔχει ἀξία πλέον ἡ μετάνοια ἐκείνη τὴν ὥρα, διότι τὸ πανηγύρι ἔχει λήξει, ὁ καιρὸς τῆς μετανοίας δὲν ὑπάρχει καὶ ἡ δυσκολία εἶναι ἄμεση.
Ὅλα αὐτά, ὅταν τὰ ὑπενθυμίζει ὁ ζῆλος στὴν ψυχή, ἡ ψυχὴ φυλάγεται ἀπὸ τὸ κακό. Γι’ αὐτὸ πρέπει ὁ ζῆλος νὰ μᾶς συνέχει καὶ νὰ μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα τῆς ἀδειαλείπτου προσοχῆς. Δὲν πρέπει ἡ προσοχή μας νὰ ἀποσπᾶται. Νὰ προσέχουμε συνέχεια καὶ πρῶτος ἐγὼ διότι ἔχω μεγαλύτερη τὴν εὐθύνη καὶ ὁ λόγος τῆς ἀπολογίας μου σκληρότερος ἐνώπιόν του Θεοῦ.
Ἃς προσέξουμε τώρα πατέρες μου, νὰ ἔχουμε τὸν ζῆλο μας θερμό, ἀδιάλειπτον προσεκτικὸ καὶ ἀνύστακτον. Καὶ ὅταν ἔρθη, θὰ προσέχουμε τὴν ζωή μας, ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ θὰ φυλαχθῆ, θὰ διατηρηθῆ καὶ ὁ Θεὸς θὰ κατοικῆ μέσα του.
Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι μέσα μας, τὰ πάντα κατευθύνονται σωστά. Ἡ πορεία μας εἶναι πρὸς τὸ φῶς, πρὸς τὴν Οὐράνιο Πύλη. Ἡ ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ θὰ δίνη τὴν καλύτερη δροσιὰ καὶ ἀνακούφιση.
Ἃς ἀγωνιστοῦμε, λοιπόν, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὸν πνευματικὸ ζῆλο, καὶ ἂς ἐλπίσουμε τότε, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοηθήσει, θὰ συντρέξη μὲ τὴν καλὴ αὐτὴ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς μας, εἰς τὸ νὰ βοηθήση τὸν ζῆλο, τὴν θέρμη.
Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι θὰ μᾶς ἀξιώση νὰ φτάσουμε στὴν μεγάλη πατρίδα, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸν Οὐρανόν. Ἐκεῖ ποὺ ἔχει κάμει ὁ Θεὸς τὴν ἄνωἹερουσαλήμ, τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει τὸ Ἄκτιστον φῶς, ἐκεῖ ποὺ ὅλη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι Οὐράνιος ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ φέγγος.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς ποὺ φωτίζει αὐτὸν τὸν Ναό. Ἐκκλησίασμα εἶναι οἱ σωσμένες ψυχές, ποὺ πέρασαν μέσα ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς θλίψεως τοῦ ἐδῶ ἀγῶνος, καὶ ἐκεῖ ξεκουράζονται πλέον ἀπὸ αὐτὴ τὴν θλίψη, ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ἀπὸ τὸν ἀγώνα, ἀπὸ τοὺς ἀναστεναγμούς, ἀπηλλαγμένοι πλέον ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἀπὸ τοὺς φόβους.
Καὶ ἔτσι αὐτὸ τὸ ἐκκλησίασμα θὰ βρίσκεται σ’ αὐτὸ τὸν ναό, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης