Ο όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης (6ος – 7ος αι.) καταγόταν από το χωριό Συκεών της Αναστασιουπόλεως, της μεγαλύτερης επαρχίας της Άγκυρας.
Ήταν νόθος γιος πόρνης, αλλ’ αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Θεό να τον αναδείξει σε σκεύος εκλογής Του και τίμιο αρχιερέα.
Τελικά, ο φιλήσυχος Θεόδωρος εγκατέλειψε της επισκοπή και επιδόθηκε απερίσπαστος στην αγαπημένη του άσκηση και ησυχία.
Κάποτε πέρασε από το κελλί του ένας κατάδικος, ο Γεώργιος, με τους φρουρούς του, για να πάρουν την ευχή του. Οι στρατιώτες παρακάλεσαν τον όσιο να συμβουλεύσει το Γεώργιο.
Πραγματικά, ο όσιος τον νουθέτησε, κι εκείνος, κατανυγμένος, ζήτησε να μεταλάβει.
Λύστε τον, παιδιά μου, από τα δεσμά για να τον κοινωνήσω, παρακάλεσε τους φρουρούς ο όσιος.
Δεν τολμάμε, γέροντα, γιατί είναι δυνατός. Κι αν θελήσει να κάνει καμιά τρέλα δεν θα μπορέσουμε να τον σταματήσουμε, δικαιολογήθηκαν εκείνοι.
Τότε ο θεοφόρος Θεόδωρος πήρε στα χέρια του το άγιο ποτήριο, σήκωσε τα μάτια του ψηλά και αναστέναξε. Την ίδια στιγμή οι αλυσίδες λύθηκαν κι έπεσαν κάτω με θόρυβο.
Οι στρατιώτες τρόμαξαν κι έτρεξαν να ασφαλίσουν τις πόρτες.
Μην τον φοβάστε, τους καθησύχασε ο όσιος. Γνωρίζω τη σύνεσή του. δεν θα κάνει καμιά απερισκεψία.
Έτσι λοιπόν κοινώνησε τον κατάδικο, κι ύστερα έβαλε σ’ όλους να φάνε. Μετά το φαγητό, οι φρουροί του πέρασαν πάλι τις αλυσίδες και συνέχισαν το δρόμο τους.
Από το βιβλίο «Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία», Ιερά Μονή Παρακλήτου