Κάποτε ένας ερημίτης μοναχός στεκόταν στην όχθη ενός ποταμού.
Εκεί τον συνάντησε κάποιος νέος και του είπε: “Γέροντα, θέλω να γίνω μαθητής σου!”.
“Γιατί;” ρώτησε κάπως απότομα ο ερημίτης.
“Διότι θέλω να βρω τον Θεό!” απάντησε ο νεαρός.
Ο ερημίτης απροσδόκητα όρμησε πάνω του και τον άρπαξε. Με πολλή ορμή του βούτηξε το κεφάλι μέσα στο νερό του ποταμού και τον κράτησε περίπου ένα λεπτό, παρόλο που ο νεαρός χτυπιόταν και κλοτσούσε και προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεφύγει από τον θανάσιμο εναγκαλισμό.
Όταν επιτέλους ο ερημίτης τον άφησε ελεύθερο να αναπνεύσει, ο νεαρός άρχισε να βήχει και να αναπνέει εναγώνια μέχρις ότου επανήλθε στη φυσιολογική αναπνοή, πολύ ταραγμένος και σοκαρισμένος από την ενέργεια του γέροντα.
Πέρασαν λίγα λεπτά κι όταν κάπως ηρέμησε ο νέος, τον ρώτησε ο ερημίτης: “Πες μου τι χρειαζόσουν με τόση λαχτάρα την ώρα που σε βούτηξα μέσα στο νερό;”.
“Μα λίγο αέρα, Γέροντα!”.
“Πολύ καλά! Πήγαινε λοιπόν στο σπίτι σου. Κι όταν αισθανθείς πως η λαχτάρα σου για τον Θεό είναι τόση όση ήταν προ ολίγου η λαχτάρα σου για τον αέρα, τότε να ξανάρθεις για να γίνεις μαθητής μου!”.
“Υιέ μου, δώσε μου την καρδιά σου! Τίποτα λιγότερο!”
“Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ισχύος σου!”
Πού είναι λοιπόν αυτή η αγάπη; Και πώς περιμένουμε πρόοδο στον πνευματικό μας αγώνα, αν δεν την έχουμε;