Ὁ γέρο-Ἡλιόδωρος, πρὶν ἀπὸ 150 περίπου χρόνια, ἦταν παραηγουμενιάρης καὶ ὑπηρετοῦσε τὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Νικόλαο. Σὲ μία ὁλονύκτια ἀγρυπνία βρισκόταν στὸ ἱερὸ καὶ ἑτοίμαζε τὰ θυμιατά, γιὰ νὰ θυμιάσουν οἱ ἱερεῖς καὶ διάκονοι, ὄταν θ’ ἄρχιζε ἡ Θ΄ ὠδὴ ποὺ ψάλλεται: «Ἡ Τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ…».
Ἀπὸ τὴν θέση ἐκείνη τοῦ ἱεροῦ, ὁ γερο-Ἡλιόδωρος, κάθε μέρα, ὅταν θὰ ἄρχιζε ὁ ψάλτης τό: «Αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον…», ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, σὰν ὅραμα, μία μαυροφορεμένη, μεγαλόπρεπη γυναίκα, ποὺ τὴν συνόδευαν δύο Ἄγγελοι μὲ ὁλόχρυσο θυμιατὸ στὸ χέρι καὶ θυμίαζε τὸν Ναό.
Περνοῦσε δὲ ἀπὸ τὰ στασίδια τῶν μοναχῶν καὶ θυμίαζε μέχρι ποὺ τελείωνε ἡ «Τιμιωτέρα» καὶ ἡ Θ΄ ᾠδή.
Μία μέρα, ὁ ψάλτης, πῆρε πολὺ ψηλὰ ἴσα στὶς «Καταβασίες» καὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ γυναίκα αὐτή, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλη παρὰ ἡ Παναγία, δὲν φάνηκε νὰ θυμιάσει, ὅπως ἔκανε κάθε ἡμέρα, ἐπειδὴ τὰ ψηλὰ ἴσα διώχνουν τὴν κατάνυξη καὶ τὴν εὐλάβεια.
Ἄλλη μέρα πάλι, στὴν ἀγρυπνία μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο, ὁ Ἡλιόδωρος, βλέπει τὴν Παναγία νὰ θυμιάζει ὅλο τὸν Ναό. Πήγαινε στὰ στασίδια τῶν μοναχῶν, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν μοναχοὺς καὶ ἡ Παναγία τὰ θυμίαζε, ἐνῶ πολλὰ στασίδια ποὺ εἴχανε μοναχοὺς δὲν τὰ θυμίαζε.
Τοῦτο κίνησε τὴν περιέργεια τοῦ Γέροντο Ἡλιόδωρου καὶ γεννήθηκε ἡ ἀπορία μέσα του, γιατί ἄραγε τὰ στασίδια ποὺ ἔχουν μοναχοὺς δὲν τὰ θυμιάζει, ἀλλὰ θυμιάζει τὰ στασίδια ποὺ δὲν ἔχουν μοναχούς;
Μὲ δάκρυα, παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ ἐξηγήσει τὴν ἀπορία του αὐτή. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τριήμερη προσευχὴ παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του ἡ Παναγία καὶ τοῦ εἶπε:
«Ἡλιόδωρε, μάθε πὼς τὰ στασίδια ποὺ εἶναι ἄδεια τὰ θυμιάζω, γιατὶ οἱ μοναχοὶ ποὺ κάθονται σ’ αὐτὰ, βρισκονται σὲ ὑπηρεσίες καὶ διακονήματα τῆς Μονῆς, άλλὰ ἐκεῖ ποὺ εἶναι καὶ ἐργάζονται, ἔχουν συνέχεια τὸν νοῦ τους στὴν κοινὴ προσευχὴ ποὺ γίνεται στὸν Ναό.
Ἐνῶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ποὺ κάθονται στὰ στασίδια τους καὶ δὲν προσεύχονται νοερὰ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς, ἀλλὰ ἄλλοτε συζητοῦν μεταξύ τους, ἄλλοτε σκέπτονται ἄσχετα μὲ τὴν προσευχὴ πράγματα, ἄλλοτε κατακρίνουν, ἄλλοτε ζηλεύουν καὶ ἐπιφέρουν κρίσεις ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν τους καὶ ἄλλοτε σκέπτονται πονηρὰ καὶ ἁμαρτωλὰ πράγματα, δὲν τοὺς ἀξίζει νὰ τοὺς θυμιάσω».