Η νοερά όρασις του σκοπού δύναται να δοθή εις ημάς εν βραχυτάτη στιγμή, ανεξαρτήτως της φυσικής ηλικίας, αλλ’ η εν τη πράξει εκπλήρωσις εκείνου, όπερ προεγεύθημεν εν διαισθήσει δύναται να απαιτήση ισόβιον αγώνα· αλλά και τότε η επιτυχία δεν είναι εισέτι βεβαία.
Εν τω χώρω της επιστήμης και της τέχνης υπάρχουν σημεία τινα εις τα οποία ερείδεται η κρίσις ημών· δεν ισχύει όμως το αυτό δια το πνεύμα το ελκόμενον προς τον Άναρχον.
Είναι γνωστόν ότι και ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος και ο επιστήμων είναι δυνατόν όντως να πάσχουν εν τη δημιουργική πάλη, καίτοι το έργον αυτών είναι αληθώς μηδαμινόν εν συγκρίσει προς το ημέτερον.
Όταν ο προσευχόμενος νους του χριστιανού αποσπάται εκ της διαμονής αυτού εν τω Αιωνίω υπό των κακών λογισμών, τότε φόβος – εννοείται πνευματικός – κυριεύει αυτού. Να ίδη τις εαυτόν εν τη δουλεία των χαμερπών παθών των αποχωριζόντων αυτόν από του Θεού, θλίβει αυτόν μέχρι μεγάλου πόνου.
Εκ της απεγνωσμένης θλίψεως η προσευχή συνάγεται εις τα έσω, εις αυτόν τούτον τον καρδιακόν πυρήνα της υπάρξεως ημών, υπό μορφήν «σπασμού»: Ο όλος άνθρωπος συσφίγγεται εις έν, ως ισχυρός εσφιγμένος γρόνθος. Η προσευχή γίνεται κραυγή άνευ λόγων.
Τούτο είναι μία εκ των πικροτέρων εμπειριών: να συνειδητοποιήση τις εαυτόν εν τω ζοφερώ λάκκω της αμαρτίας, ανάξιον του Αγίου των Αγίων. Δεν υπάρχει όμως άλλη ευκολωτέρα οδός δια την υπερνίκησιν των παθών.
Παν χριστιανικόν «έργον» αναποφεύκτως συνδέεται μετ’ ασκητικού αγώνος· η αγάπη δε, ως το ύψιστον πάντων των έργων, απαιτεί και τον μεγαλύτερον κόπον. Η ζωή του χριστιανού είναι κατ’ ουσίαν πορεία οπίσω του Χριστού: «Τί προς σε (οιοσδήποτε και εάν είναι ο άλλος); Συ ακολούθει Μοι» (πρβλ. Ιωάν. 21,22).
Ως εκ τούτου έκαστος πιστός θα επαναλάβη εις τον ένα ή τον άλλον βαθμόν την οδόν του Κυρίου, αλλ’ ουχί δια της ιδίας αυτού δυνάμεως θα άρη επί των ώμων αυτού τον σταυρόν, ίνα πορευθή εις Γεθσημανή και περαιτέρω εις Γολγοθάν: «… ότι χωρίς Αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (πρβλ. Ιωάν. 15,5).
Όσοι όμως έλαβον την φοβεράν ταύτην ευλογίαν, εγεύθησαν της αναστάσεως αυτών· ο κλήρος των υπολοίπων είναι η πίστις εις την ευσπλαχνίαν του Θεού.
Ούτως ηυδόκησε περί ημών ο Πατήρ ο ουράνιος: Πάντες οι γηγενείς οφείλουν «να άρουν τον σταυρόν αυτών», ίνα κληρονομήσουν ζωήν αιώνιον (πρβλ. Ματθ. 16,24-25). Οι εκκλίνοντες από της σταυροφορίας ταύτης δεν θα εκφύγουν την δουλείαν των παθών και θα «θερίσουν εκ της σαρκός φθοράν» (πρβλ. Γαλ. 6,8 και Ρωμ. 8,13).
Η προς τον Θεόν και τον πλησίον εντεταλμένη αγάπη είναι πλήρης βαθέων παθημάτων, αλλά ταύτα συνοδεύει παράκλησις ουράνιος (πρβλ. Μάρκ. 10,29-30): Την ψυχήν ζωοποιεί η ειρήνη εκείνη, την οποίαν έδωκεν ο Κύριος εις τους Αποστόλους προ της αναβάσεως Αυτού εις τον Γολγοθάν.
Όταν δε το πνεύμα του ανθρώπου εισαχθή εις την σφαίραν της φωτοφόρου αγάπης του Θεού και Πατρός ημών, τότε επιλανθάνεται πάντων των πόνων, και η ψυχή ανερμηνεύτως μακαριούται (βλ. Ιωάν. 12,50 και 17,3).
Ούτως η γυνή, «όταν γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως δια την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον» (Ιωάν. 16,21). Ούτω και έτι μάλλον χαίρει ο χριστιανός, όταν εν επιγνώσει και βαθεία αισθήσει συνειδητοποιήση εαυτόν αναγεγεννημένον εν τω Θεώ δια την αιωνιότητα.
“Περί Προσευχής” Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ)
Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου
Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου
Έσσεξ Αγγλίας 1993