ΕΝΑΣ Γέροντας εἶπε: ῾Υπῆρχε κάποιος Γέροντας ποὺ ζοῦσε ὡς ἀσκητὴς στὴν ἔρημο, ὑπηρετώντας γιὰ πολλὰ χρόνια τὸν Θεό.

Καὶ ἔλεγε: «Κύριε, πληροφόρησέ με ἄν ἔχω εὐαρεστήσει σὲ Σένα».

Καὶ βλέπει ἕναν ῎Αγγελο νὰ τοῦ λέει: «Δὲν ἔγινες ἀκόμη σὰν τὸν μανάβη ποὺ ζεῖ στὸν τάδε τόπο».

῾Ο Γέροντας ἀπόρησε καὶ εἶπε ἀπὸ μέσα του:

«Θὰ πάω στὴν πόλη νὰ τὸν γνωρίσω· τί εἶναι ἆραγε αὐτὸ ποὺ ἔκανε, ὥστε νὰ ξεπεράσει τὴν ἐργασία καὶ τὸν κόπο μου τόσων χρόνων».

᾿Ανέβηκε καὶ ἦρθε στὸν τόπο ποὺ πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν ῎Αγγελο.

Βρῆκε τὸν ἄνθρωπο νὰ κάθεται καὶ νὰ πουλάει κηπουρικά. Κάθισε κοντά του τὴν ὑπόλοιπη μέρα.

῞Οταν ὁ ἄνθρωπος τελείωσε τὴ δουλειά του, τοῦ λέει ὁ Γέροντας:«᾿Αδελφέ, μπορεῖς νὰ μὲ φιλοξενήσεις στὸ σπίτι σου αὐτὴν τὴ νύχτα;».

Γεμάτος χαρὰ τὸν δέχτηκε. ῞Οταν ἀνέβηκε στὸ σπίτι καὶ ὁ ἄνθρωπος ἑτοίμασε τὰ σχετικὰ μὲ τὴν φιλοξενία τοῦ Γέροντα, τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Δεῖξε ἀγάπη, ἀδελφέ, καὶ φανέρωσέ μου τὸν τρόπο τῆς ζωῆς σου».

᾿Επειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἤθελε νὰ μιλήσει, ὁ Γέροντας ἐπέμενε πολλὴ ὥρα παρακαλώντας τον.

Τελικὰ ὑποχώρησε ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπε:

«Μία φορὰ μόνο τρώω ὅλο-ὅλο, τὸ βράδυ.

Καὶ ὅταν βλέπω τὰ ἔσοδά μου τὸ βράδυ, παίρνω μόνο τὸ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ συντήρησή μου.

Τὸ ὑπόλοιπο τὸ δίνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.

Καὶ ἄν φιλοξενήσω κάποιους δούλους τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτοὺς τὸ ξοδεύω.

Τὸ πρωὶ μόλις σηκωθῶ, πρὶν καθήσω στὸ ἐργόχειρό μου, λέω ὅτι ἡ πόλι αὐτὴ ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ μέχρι τὸν πιὸ μεγάλο μπαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἀρετές τους, ἐνῶ ἐγὼ μόνον κληρονομῶ τὴν κόλαση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου.

Τὸ βράδυ πάλι λέω τὸ ἴδιο, πρὶν κοιμηθῶ».

῞Οταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Γέροντας, σκέφτηκε: «Καλὴ βέβαια εἶναι ἡ ἐργασία αὐτή, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἄξια νὰ ξεπερνάει τοὺς κόπους ποὺ ἔκανα τόσα χρόνια».

᾿Ενῶ ἦταν ἡ ὥρα νὰ φᾶνε, ὁ Γέροντας ἄκουσε κάποιους νὰ τραγουδᾶνε στὸν δρόμο -τὸ σπίτι τοῦ λαχανοπώλη βρισκόταν σὲ κεντρικὸ μέρος.

Τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «᾿Αδελφέ, ἀφοῦ θέλεις μὲ τόση ἀκρίβεια νὰ ζεῖς σύμφωνα μὲ τὸ τὶ θέλει ὁ Θεός, πῶς μπορεῖς καὶ μένεις σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο; Τώρα δὲν ταράζεσαι, ὅταν ἀκοῦς αὐτὰ τὰ τραγούδια;».

Τοῦ λέει ὁ ἄνθρωπος: «᾿Αββᾶ, σοῦ λέω ὅτι οὐδέποτε ταράχθηκα ἤ σκανδαλίσθηκα».
Σὰν τ᾿ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Γέροντας ρώτησε: «Τί σκέφτεσαι μέσα στὴν καρδιά σου, ὅταν τ᾿ ἀκοῦς αὐτά;».

᾿Απάντησε: «Συλλογίζομαι ὅτι ὅλοι πηγαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

Στὰ λόγια αὐτὰ θαύμασε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐργασία ποὺ ξεπέρασε τὸν τόσων χρόνων κόπο μου».

῎Εβαλε μετάνοια καὶ εἶπε: «Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ. Δὲν ἔφτασα ἀκόμη σ᾿ αὐτὸ τὸ μέτρο». Καὶ χωρὶς νὰ καθίσει γιὰ φαγητό, ἔφυγε πάλι γιὰ τὴν ἔρημο.

(*) Τὸ Μέγα Γεροντικό, Θεματικὴ Συλλογή, σελ. 485, 487, Τόμος Τέταρτος, ἔκδ. ῾Ι. ῾Ησυχαστηρίου «Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης 1999.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ