– Ἐρ.: Ἂν κανεὶς πιστεύει στὸν Χριστό, διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι καλὸς χριστιανός;
Ἀπ.: Ὄχι! Χριστιανισμὸς δὲν σημαίνει νὰ πιστεύουμε θεωρητικὰ μερικὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Παραθέτουμε ὅσα πολὺ ὡραῖα γράφει σχετικὰ ὁ Φλορόφσκυ:
«Ὁ Χριστιανισμὸς ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχεν ὡς συγκεκροτημένη πραγματικότης, ὡς κοινότης. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Χριστιανὸς ἐσήμαινεν ἀκριβῶς τὸ νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν κοινότητα. Κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του, ὡς ἀπομονωμένον ἄτομον, ἀλλὰ μόνον μαζὶ μὲ τοὺς “ἀδελφούς”, εἰς συνάφειαν μὲ αὐτούς. Unus Christianus – nullus Chtistianus.
Ἡ προσωπικὴ πεποίθηση ἤ ἀκόμη ἕνας κανὼν ζωῆς δὲν καθιστοῦν τὸ ἄτομον Χριστιανόν. Ἡ χριστιανικὴ ὕπαρξις προϋποθέτει ἐν-σωμάτωσιν, συμμετοχὴν εἰς τὴν κοινότητα.
Αὐτὸ πρέπει εὐθὺς ἀμέσως νὰ προσδιορισθῆ: εἰς τὴν ἀποστολικὴν κοινότητα, δηλαδὴ εἰς μίαν κοινωνίαν μὲ τοὺς Δώδεκα καὶ τὸ μήνυμά των. Ἡ χριστιανικὴ “κοινότης” συνεκλήθη καὶ συνετάγη ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ἰησοῦν κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐν σαρκὶ ζωῆς του, καὶ ἀπὸ αὐτὸν τῆς ἐδόθη ἕνας, ἔστω καὶ προσωρινός, καταστατικὸς χάρτης διὰ τῆς ἐκλογῆς καὶ τοῦ διορισμοῦ τῶν Δώδεκα, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴν ὀνομασίαν, ἤ μᾶλλον τὸν τίτλον τῶν “Ἀποστόλων”, διότι ἡ “ἀποστολὴ” τῶν Δώδεκα δὲν ἦταν μόνον μία ἁπλὴ ἀποστολή, ἀλλ’ ἀκριβῶς μία ἐντολὴ ποὺ δι’ αὐτὴν περιεβλήθησαν μὲ “ἐξουσίαν” (Μκ. 3, 15• Μθ. 10, 1• Λκ. 9, 1).
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὡς διορισμένοι “μάρτυρες” τοῦ Κυρίου (Λκ. 24, 48• Πρ. 1, 8) μόνον οἱ Δώδεκα ἐδικαιοῦντο νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν συνοχὴν τόσον τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, ὅσον καὶ τῆς ζωῆς τῆς κοινότητος. Ἡ κοινωνία, ἑπομένως, μὲ τοὺς Ἀποστόλους ἀπετέλει βασικὸν σημεῖον τῆς πρώτης “Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ” εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ (Πρ. 2, 42).
Χριστιανισμὸς σημαίνει “κοινὴ ζωή”. Οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ θεωροῦν ἀλλήλους ὡς “ἀδελφοὺς” (αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ὀνόματά τους), ὡς μέλῃ ἑνὸς σώματος, στενὰ συνδεδεμένα.
Ἑπομένως ἡ ἐλεημοσύνη ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πρῶτον σημεῖον, ἡ πρώτη ἀπόδειξις καὶ τεκμήριον αὐτῆς τῆς συναδελφώσεως. Δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι κοινότης, σῶμα, ἀδελφότης, “κοινωνία”, coetus fidelium»
– Ἐρ.: Γιατί λέμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστης μας νὰ πιστεύουμε στὴν Ἐκκλησία («Πιστεύω… εἰς μίαν… Ἐκκλησίαν»), ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή, ὅπως τὴν καθορίσαμε, ἡ δὲ πίστη, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἀπόδειξη πραγμάτων μὴ βλεπομένων; (βλ. Ἑβρ. 11, 1).
Ἀπ.: Πρῶτα-πρῶτα τὸ ρῆμα «πιστεύω», ποὺ λέμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστης μας, ἔχει κυρίως τὴν ἔννοια «ἐμπιστεύομαι». Καὶ πρέπει, λοιπόν, νὰ ἐμπιστευόμαστε στὴν Ἐκκλησία, στὸν θεῖο αὐτὸν ὀργανισμὸ – Θεῖο ὀργανισμὸ καὶ ὄχι ἀνθρώπινη ὀργάνωση – στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία καὶ σ’ ὅσους καθαγιάζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ὁρατή. Καὶ αὐτό, λοιπόν, τὸ ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀόρατη, καθιστᾶ τὴν Ἐκκλησία ἀντικείμενο πίστης. Γιατί αὐτὴ εἶναι ταμιοῦχος τῆς ἀόρατης θείας Χάρης καὶ χρειάζεται πίστη γιὰ νὰ παραδεχτοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ βλέπουμε.
Ἔπειτα ἡ Ἐκκλησία, ἂν καὶ ὁρατὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι περιλαμβάνει ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν πάνω στὴν γῆ, εἶναι ὅμως καὶ ἀόρατη, γιατί περιλαμβάνει καὶ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ πίστη καὶ ἁγιότητα καὶ βρίσκονται στὸν οὐρανό.
Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ζεῖ καὶ ὑπάρχει καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ καὶ εἶναι κατὰ μὲν τὴν μία ὄψη τῆς οὐράνια καὶ ἀόρατη, «θριαμβεύουσα Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται, κατὰ δὲ τὴν ἄλλη ὄψη της ἐπίγεια καὶ ὁρατὴ καὶ ἱστορικὴ κοινωνία, «στρατευομένη Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται. Καὶ ἡ ἐπὶ γῆς ὅμως στρατευόμενη καὶ ἡ εἰς τὸν οὐρανὸ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία εἶναι μία κοινωνία ἁγίων.
– Ἐρ.: Ποῦ βασιζόμαστε στὴν ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ταυτόχρονα καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανό;
Ἀπ.: Σ’ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει στοὺς χριστιανούς: «Ἔχετε προσέλθει στὸ ὄρος τῆς Σιὼν καὶ στὴν πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ, καὶ σὲ μυριάδες ἀγγέλων, σὲ πανήγυρη καὶ Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, οἱ ὁποῖοι εἶναι γραμμένοι στὸν οὐρανὸ καὶ στὸν Θεό, τὸν κριτὴ ὅλων καὶ στὰ πνεύματα τῶν δικαίων, ποὺ ἔχουν γίνει τέλειοι καὶ στὸν μεσίτη τῆς Νέας Διαθήκης, τὸν Ἰησοῦ» (Ἑβρ. 12, 22-24).
– Ἐρ.: Κατὰ τὰ παραπάνω μποροῦμε νὰ διαιρέσουμε τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀόρατη καὶ ὁρατή;
Ἀπ.: Ὄχι, δὲν διαιρεῖται ἡ Ἐκκλησία. Παραθέτουμε σὲ μετάφραση τὰ ὅσα ὡραῖα γράφει πάνω σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ δογματολόγος καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης: «Ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ διαιρεῖται σὲ ἀόρατη καὶ ὁρατή.
Γιατί ὑπάρχει μία καὶ μόνο μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ ἀδιάσπαστα καὶ συνηνωμένα στοιχεῖα: Τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ καὶ ἀόρατο ἀφ’ ἑνὸς καὶ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικὸ καὶ ὁρατὸ ἀφ’ ἑτέρου, ὅπως ἀκριβῶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως ἡ θεία καὶ ἀνθρώπινη φύση.
Ὅπως σ’ ἕνα ζωντανὸ ὀργανισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ στοιχεῖο ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικό, ποὺ εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἐκδήλωση τοῦ πρώτου καὶ τὸ ἀναγκαῖο ὄργανο γιὰ τὶς σωτηριώδεις ἐνέργειες τῆς Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶναι θεῖο, πνευματικό, ἀόρατο καὶ αἰώνιο καθίδρυμα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριὰ εἶναι μία κοινωνία ἀνθρώπων περιγραπτὴ καὶ ἐμπειρικὴ καὶ ὁρατὴ καὶ ἱστορική.
Καὶ εἶναι μὲν ἀόρατη ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ἀόρατη εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Κύριος, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐνοικεῖ σ’ αὐτὴ· ἀόρατη εἶναι ἡ ὑπάρχουσα σ’ αὐτὴ θεία Χάρη, ποὺ δικαιώνει καὶ ἁγίαζει καὶ σῴζει.
Περιλαμβάνει δὲ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ ἀόρατο τμῆμα της στὸν οὐρανό, καὶ ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ δυό, καὶ τὸ οὐράνιο καὶ τὸ ἐπίγειο τμῆμα, συναποτελεῖται τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία πνευματικὴ ἑνότητα γιὰ τὴν μία θεία Κεφαλή της καὶ τὸ ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τὴν κατευθύνει εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθεια.
Εἶναι ὅμως συνάμα ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁρατὴ καὶ περιγραπτὴ ὡς στρατευόμενη πάνω στὴν γῆ καὶ ἐπεργαζομένη τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων γιατί μὲ αἰσθητὰ σημεῖα μεταδίδει τὴν θεία Χάρη, ἔχει δὲ λατρεία καὶ ἐξωτερικὴ ὀργάνωση (στὴν ὁποία ἐνεργοῦν καὶ συνεργοῦν Θεὸς καὶ ἄνθρωποι) ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενους, δηλαδὴ τὴν ποιμένουσα Ἱεραρχία καὶ τοὺς ποιμαινομένους πιστούς, ὅλους ἀδιακρίτως τοὺς εὐσεβεῖς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς (Σύνοψις τῆς Δογματικῆς… σ. 81).
– Ἐρ.: Πῶς διαβεβαιωνόμαστε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία;
Ἀπ.: Κατὰ πρῶτον, ἀπ’ αὐτό: Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, γεμάτος χάρη καὶ ἀλήθεια («πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»), καὶ γεμίζει ἐπίσης καὶ τὸ Σῶμα Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μὲ παρόμοια χάρη καὶ ἀλήθεια (βλ. Ἰωάν. 1, 14.17).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας «Τὸν ἔκανε Κεφαλὴ ὑπεράνω ὅλων στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Σῶμα Του, τὸ συμπλήρωμα ἐκείνου ποὺ γεμίζει τὰ πάντα ἐν πᾶσι» (Ἐφεσ. 1, 22.23).
Καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος λέει στοὺς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας: «Προσέχετε, λοιπόν, τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὁλόκληρο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀπέκτησε μὲ τὸ δικό Του Αἷμα» (Πράξ. 20, 28).
– Ἐρ.: Πῶς ἐμεῖς διαβεβαιωνόμαστε ἀκόμη ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία ἀκόμη μέχρι τώρα καὶ θὰ κατοικεῖ σ’ αὐτὴν μέχρι τέλος τοῦ κόσμου;
Ἀπ.: Τὸ διαβεβαιωνόμαστε ἀπὸ τὰ ἑπόμενα λόγια του Ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἀποστόλου Του: «Θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου καὶ οἱ πύλες τοῦ Ἅδου δὲν θὰ τὴν καταβάλουν» (Ματθ. 16,18). «Ἰδοὺ Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου» (Ματθ. 28, 20).
«Σ’ Αὐτόν, τὸν Θεὸ τὸν Πατέρα, ἂς εἶναι ἡ δόξα στὴν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σ’ ὅλες τὶς γενεὲς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων. Ἀμὴν» (Ἐφεσ. 3, 21).