Είναι η μόνη διαθέσιμη προσφορά αυτού του είδους. Πως να την απορρίψω; Γι’ αυτό και «πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα, Παντοκράτορα, …καί εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, …καί εις το Πνεύμα το Άγιον, …τό εκ του Πατρός εκπορευόμενον…».
Στόν τρισυπόστατο προσωπικό Θεό, τον οποίο ανακαλύπτω και συναντώ, σε μιά ασύγκριτη σχέση αγάπης, μόνο μέσα στη μία, αγία, καθολική και αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία μου.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 391, Φεβρ. 2016, Πολύ της μόδας έγιναν στην εποχή μας και θεωρούνται μοντέρνες ιδέες τα θολά, βαλτωμένα απόνερα πολύ παλιών θρησκευτικών θεωριών για το τι είναι ο Θεός και ποιά είναι η σημασία του για τον άνθρωπο.
Το να μιλάει κανείς σήμερα με τους «παρωχημένους» όρους Χριστός, Παναγία, Αγία Τριάδα, προσευχή, άγγελος, δαίμονας, διάβολος, άγιος, θαύμα, Θεός και μάλιστα Θεός-πρόσωπο, είναι πολύ ξεπερασμένο.
Αντιθέτως αν πεί τις μαγικές λέξεις ανώτερη ή απρόσωπη δύναμη, συμπαντική ή θετική ή αρνητική ενέργεια, προσωπική αύρα, διαλογισμός, γιόγκα, εξωσωματική εμπειρία κ. λ. π., είναι ευθυγραμμισμένος απόλυτα με την προοδευτική, κουλτουριάρικη διανόηση, πού, νομίζοντας ότι έχει εξελιχθεί και φθάσει σε ανώτερη «γνώση», περιφρονεί οτιδήποτε δεν ανήκει στη «γνώση» αυτή.
Αλλά τι σημαίνει απρόσωπη δύναμη; Μιά δύναμη που δεν προσωποποιείται σε μιά συγκεκριμένη οντότητα. Μιά ουσία, μιά φύση που δεν υλοποιείται σε μιά ιδιαίτερη ενσυνείδητη μορφή, δεν «υποστασιάζεται» σε πρόσωπο, όπως λέει η θεολογική γλώσσα, δεν αποτελεί μιά αυτοτελή ύπαρξη.
Συνεπώς δεν έχει τα γνωρίσματα, τις ιδιότητες ενός διακεκριμένου όντος. Δηλαδή δεν έχει καμμιά συνείδηση του εαυτού της. Δεν ξέρει ότι υπάρχει, εφόσον δεν μπορεί να σκεφθεί. Είναι υποταγμένη στους νόμους που διέπουν τη φύση της.
Δεν έχει προσωπική ελευθερία να κινηθεί έξω από αυτούς, να ενεργήσει, να κάνει κάτι διαφορετικό. Δεν έχει προσωπική θέληση, ούτε προσωπικά συναισθήματα ή οτιδήποτε άλλο προσωπικό χαρακτηρίζει μιά χωριστή ύπαρξη.
Άς το δούμε, για πιό εύκολα, σε μιά φυσική δύναμη. Άς πάρουμε την ενέργεια σε μιά από τις γνωστές της μορφές, π. χ. τον ηλεκτρισμό.
Γεμίζει τον φυσικό κόσμο, χωρίς να υλοποιείται σε μία συγκεκριμένη, ξεχωριστή, συνειδητή ύπαρξη, που να μπορεί δηλαδή να σκέφτεται, να αισθάνεται, να γνωρίζει άλλα όντα, να έρχεται σε σχέση μαζί τους, να αγαπά ή να μισεί.
Όποιος το ισχυρισθεί αυτό θα θεωρηθεί αμέσως ηλίθιος. Εκδηλώνεται μόνο όπως επιβάλλουν οι φυσικοί νόμοι που την διέπουν. Δεν έχει προσωπική ελευθερία ούτε θέληση να πράξει κάτι που δεν εντάσσεται στους νόμους αυτούς. Δεν έχει συνείδηση της ύπαρξής της, δηλαδή δεν ξέρει κάν ότι υπάρχει σαν ουσία ή ενέργεια. Είναι μιά τυφλή δύναμη.
Όποιος μπορεί να ελέγξει τους φυσικούς νόμους, μπορεί να ρυθμίσει και τους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί ο ηλεκτρισμός. Έτσι ο άνθρωπος υποτάσσει τον ηλεκτρισμό και του υπαγορεύει με τι τρόπο θα εκδηλώνεται.
Εκεί όμως που δεν μπορεί να υπάρξει έλεγχος των φυσικών νόμων, ο ηλεκτρισμός δρά τυφλά και ο άνθρωπος είναι έρμαιο της απρόσωπης δύναμής του (π. χ. κεραυνός). Δεν μπορεί να ελπίζει σε κάποια ευσπλαχνία εκ μέρους μιάς αδυσώπητης τυφλής δύναμης.
Τί σημαίνει προσωπική ύπαρξη; Να υπάρχει κάποιος με συγκεκριμένη οντότητα. Να έχει συνείδηση του εαυτού του. Να νοιώθει, να ξέρει ότι υπάρχει. Να γνωρίζει τον εαυτό του, δηλαδή να μπορεί να πεί, «είμαι ο τάδε».
Να είναι πρόσωπο, προσωπικότητα. Να σκέφτεται, να θέλει, να μπορεί να ενεργήσει ελεύθερα, είτε για το καλό του είτε για το κακό του. Να έχει συναισθήματα, να μπορεί να αγαπήσει ή να μισήσει.
Να μπορεί δηλαδή να σχετισθεί κατά βούλησιν με άλλα συνειδητά όντα, να κινηθεί πρός αυτά ή να απομακρυνθεί από κοντά τους. Να έχει όλα τα γνωρίσματα μιάς ύπαρξης που έχει ενσυνείδητη αίσθηση του εαυτού της.
Τέτοια όμως ύπαρξη ενσυνείδητη, προσωπική όχι απρόσωπη, είναι και ο Θεός, όπως μας τον φανέρωσε ο Χριστός. Έχει απόλυτη συνείδηση ότι υπάρχει. Είναι ελεύθερος να ενεργήσει όπως θέλει.
Δεν υποτάσσεται παρά τη θέλησή του σε κανένα τυφλό νόμο. Έχει την ικανότητα να αγαπάει και μάλιστα απέραντα. Γνωρίζει τον άνθρωπο, μπορεί και θέλει να σχετίζεται μαζί του και μάλιστα τον προσκαλεί σε μία, ελεύθερη πάντα, πραγματική ένωση μαζί του.
Όπου ο άνθρωπος δεν χάνει το δικό του πρόσωπο, τη δική του ύπαρξη, τη δική του αυτοσυνειδησία. Αλλά δέχεται την ενέργεια (αγάπη) του Θεού καί, χωρίς να χάσει τίποτε απ’ τη δική του ενσυνείδητη οντότητα, βιώνει και μιάν άλλη θαυμαστή πραγματικότητα.
Σαν το σίδερο που θερμαίνεται στη φωτιά, ενώνεται με την ενέργειά της (τή θερμότητα) και κοκκινίζει, χωρίς να παύει ποτέ να είναι σίδερο.
Η ένωση όμως με μιά απρόσωπη τυφλή θεότητα, λένε οι υπέρμαχοί της, σημαίνει να διαλυθεί η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα στην απρόσωπη ανώτερη(;) δύναμη. Όπως πέφτει μιά σταγόνα στον ωκεανό και διαχέεται, χάνεται. Γίνεται ένα μαζί του.
Από εκεί και πέρα η σταγόνα παύει να υπάρχει ξεχωριστά, να έχει προσωπική ζωή, ελευθερία, οντότητα. Ούτε ο ωκεανός ούτε η σταγόνα έχουν αίσθηση ότι υπάρχουν. Η οποιαδήποτε ενέργειά τους υποτάσσεται στους νόμους που διέπουν τη φύση του νερού.
Δηλαδή: Ένωση με απρόσωπη δύναμη σημαίνει στο εξής ουσιαστικά ανυπαρξία για μένα, απώλεια της αίσθησής μου ότι υπάρχω προσωπικά. Γι’ αυτό και προτιμώ τον Θεό που υπάρχει ως πρόσωπο και μάλιστα τριαδικά.
Τον Θεό που ξέρει τι του γίνεται, γνωρίζει καλά τον εαυτό του, αλλά γνωρίζει κι εμένα με το όνομά μου, με αγαπάει, με καλεί -χωρίς να με αναγκάζει- κοντά του και μου χαρίζει μιά αιώνια, προσωπική, ενσυνείδητη ζωή, πληθωρικά γεμάτη απ’ τον υπέροχο πλούτο της δικής του ζωής.
Τον ένα τριαδικό Θεό που κοντά σε μένα γνωρίζει και όλα τα άλλα λογικά του πρόβατα, «τά καλεί κατ’ όνομα» και κάνει τα πάντα γι’ αυτά, ώστε να τα συναγάγει εις «μίαν ποίμνην».
π. Δημητρίου Μπόκου