Εἶναι γνωστὴ ἡ ἱστορία αὐτὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δυὸ παιδιὰ δίδυμα εἶχε ὁ Ἰσαάκ: τὸν Ἡσαῦ καὶ τὸν Ἰακώβ. Πρωτότοκος ὁ Ἡσαῦ. Μὲ διπλὰ κληρονομικὰ δικαιώματα. Ἀρχηγὸς τῆς πατριαρχικῆς οἰκογένειας θὰ γινόταν· γενάρχης τοῦ ἔθνους του.
Μὲ προνόμια σπουδαῖα. Μὰ δὲν τὰ ἐκτίμησε αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ ἱερὰ προνόμια ποὺ εἶχε. Τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ κάποια μέρα, καθὼς γύρισε στὸ σπίτι του κατάκοπος καὶ πεινασμένος ἀπὸ τὸ κυνήγι, λαχτάρησε νὰ φάει ἕνα πιάτο φακὲς ποὺ ἔβραζαν στὴ φωτιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη!
–Θὰ μοῦ δώσεις; ρωτᾶ τὸν ἀδελφό του. Πεθαίνω τῆς πείνας. Δὲν μπορῶ νὰ περιμένω οὔτε λεπτό.
–Θὰ σοῦ δώσω, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἰακώβ, ἀφοῦ πρῶτα μοῦ δώσεις ἐσὺ τὰ πρωτοτόκια.
Κι ἔτσι ὅπως ἦταν πεινασμένος ὁ Ἡσαῦ, χωρὶς καλά-καλὰ νὰ καταλάβει τί ἔκανε, ἀπάντησε:
–Ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας! Τί νὰ τὰ κάνω τὰ πρωτοτόκια;
–Μοῦ ὑπόσχεσαι ὅτι σήμερα μοῦ δίνεις τὰ πρωτοτόκια; τὸν ξαναρωτᾶ ὁ Ἰακώβ.
–Πάρτα! τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἡσαῦ.
Κι ἔπεσε πεινασμένος πάνω στὸ πιάτο μὲ τὶς ἀχνιστὲς φακές… Προτίμησε ἕνα πιάτο φακὲς καὶ τὸ ἀντάλλαξε μὲ μιὰ μοναδικὴ ἱερὴ τιμή, ποὺ τοῦ εἶχε κάνει ὁ Θεός. Ξεπούλησε τὰ πρωτοτόκιά του καὶ τὰ ἔχασε γιὰ πάντα, γιὰ μιὰ προσωρινὴ ἱκανοποίηση τῆς πείνας.
Γιὰ μιὰ ἀσήμαντη ἡδονή, ξεπούλησε τὴ μεγάλη τιμὴ καὶ χάρη ποὺ τοῦ εἶχε κάνει ὁ Θεός. Κι ἔπειτα σηκώθηκε καὶ ἔφυγε σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτε! Διότι τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν καταλάβαινε τί ἔκανε.
Δὲν τοῦ κόστισε καθόλου τότε τὸ ὅτι ἔχασε μιὰ τόσο μεγάλη τιμή. Κι ὅταν μετὰ ἀπὸ καιρὸ πολύ, λίγο πρὶν ξεψυχήσει ὁ πατέρας του, κατάλαβε τὸ φοβερό του λάθος, τότε ἦταν πιὰ πολὺ ἀργά.
Ὅσο κι ἂν ἔκλαψε, ὅσο κι ἂν παρακάλεσε, δὲν μποροῦσε πλέον νὰ διορθώσει τὸ λάθος του. Δὲν μποροῦσε νὰ ἐπανορθώσει τὶς συνέπειες τῆς βεβηλώσεώς του ἐκείνης, ἂν καὶ μὲ δάκρυα τὸ ζητοῦσε. Τὸν εἶχε ἀποδοκιμάσει πλέον ὁ Θεός.
Τί ἔχει ὅμως νὰ πεῖ αὐτὴ ἡ διδακτικὴ ἱστορία τοῦ Ἡσαῦ σὲ ὅλους ἐμᾶς;
Μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του. Μᾶς λέει: «μή τις… βέβηλος ὡς Ἡσαῦ, ὃς ἀντὶ βρώσεως μιᾶς ἀπέδοτο τὰ πρωτοτόκια αὐτοῦ». (Ἑβρ. ιβ΄ [12] 16)
Προσέξτε μὴ βρεθεῖ κανεὶς βέβηλος καὶ περιφρονητὴς τῶν ἱερῶν, ὅπως ὁ Ἡσαῦ, ποὺ γιὰ ἕνα πιάτο φακές, πούλησε τὸ ἱερὸ προνόμιο τῶν πρωτοτοκίων ποὺ εἶχε. Διότι, μᾶς ἐξηγεῖ, ἐμεῖς δὲν πρόκειται νὰ χάσουμε κάποια ἐπίγεια κληρονομικὰ πρωτοτόκια, ἀλλὰ κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο: τὴν ἴδια τὴ σωτηρία μας.
Τὰ πρωτοτόκια τῶν Χριστιανῶν δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μὲ κάποιες κληρονομικὲς ἐπίγειες ἀπολαβές, οὔτε μὲ κάποια κυριαρχία ἀπέναντι τῶν ἄλλων· ἔχουν νὰ κάνουν μὲ μιὰ κληρονομιὰ ἄφθαρτη, ἀμίαντη καὶ αἰώνια.
Εἶναι ἡ κληρονομιὰ τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχουν μυριάδες ἀγγέλων, ποὺ πανηγυρίζουν καὶ σκορποῦν τριγύρω χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Ἐκεῖ ὅπου θὰ συναχθεῖ ὅλη ἡ Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, τῶν ἐκλεκτῶν δηλαδὴ καὶ ἀγαπημένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν καταγραφεῖ ὡς οὐρανοπολίτες.
Διότι ὅλοι οἱ βαπτισμένοι Χριστιανοὶ εἴμαστε πρωτότοκα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔχουμε ἀπογραφεῖ στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, στὸ μητρῶο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὡς πρωτότοκα τέκνα. Μὲ ἀσύγκριτα πνευματικὰ δικαιώματα, μὲ ἀσύλληπτες πνευματικὲς δωρεὲς καὶ τέρψεις.
Μᾶς περιμένει μιὰ κληρονομιὰ ποὺ οὔτε μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε οὔτε κἂν νὰ φαντασθοῦμε.
Καὶ εἶναι φοβερὸ νὰ μᾶς περιμένει μιὰ τέτοια κληρονομιὰ καὶ μεῖς νὰ τὴν χάσουμε. Δυστυχῶς ὅμως τὸ πράγμα δὲν εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ συμβεῖ καὶ σὲ μᾶς. Διότι καὶ μεῖς πολλὲς φορὲς δὲν ἐκτιμοῦμε τὰ πρωτοτόκιά μας.
Δὲν καταλαβαίνουμε τί μᾶς ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός. Τί Παράδεισο ἑτοιμάζει γιὰ μᾶς. Τί πανηγύρι μᾶς περιμένει. Καὶ ἀνταλλάσσουμε τὰ μεγάλα καὶ ἱερὰ μὲ ἕνα πιάτο φακές. Μὲ πράγματα εὐτελὴ καὶ ἀσήμαντα, κάποτε καὶ ἁμαρτωλὰ καὶ ἀπαίσια.
Καὶ μοιάζουμε ἔτσι μὲ τοὺς ἰθαγενεῖς ἐκείνους ποὺ ἀντάλλαζαν σὲ παλιὲς ἐποχὲς πολύτιμα διαμάντια, μὲ εὐτελὴ καθρεπτάκια ποὺ τοὺς ἔδιναν μὲ πονηριὰ οἱ Εὐρωπαῖοι.
Ὅταν ὅμως παραδίδουμε συνειδητὰ τὰ πνευματικά μας πρωτοτόκια καὶ τὰ ἀνταλλάσσουμε μὲ πράγματα μικρὰ καὶ ἐγκόσμια, χάνουμε τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ, περιφρονοῦμε τὴ σφραγίδα τῆς υἱοθεσίας ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμά μας.
Ὅταν καλούμαστε νὰ κάνουμε τὶς ἐπιλογές μας μπροστὰ στὰ μεγάλα καὶ ἱερὰ διλήμματα τῆς ζωῆς μας, καὶ ἀπαρνούμαστε τὰ πνευματικά μας πρωτοτόκια, οὐσιαστικὰ κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε τὰ δικαιώματα τῆς κληρονομίας τῶν θείων εὐλογιῶν, δηλαδὴ τὴν ψυχή μας τὴν ἴδια γιὰ πάντα.
Τί ἀξία ἔχουν ὅμως τὰ ψεύτικα καὶ μάταια πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, σὲ σύγκριση μὲ τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια; Τίποτε περισσότερο ἀπὸ ἕνα πιάτο φακές, ποὺ κάποτε γίνονται πικρὲς καὶ δύσπεπτες. Ἂς προσέξουμε λοιπόν.
Μὴν ἀνταλλάσσουμε τὰ μεγάλα μὲ τὰ ἀσήμαντα. Μὴν προδίδουμε τὴ σωτηρία μας… γιὰ ἕνα πιάτο φακές…