Πόσα μπορεῖ νὰ δεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ βλέμμα του; Μέχρι ποῦ μπορεῖ νὰ φθάσει; Τί νὰ ἀντιληφθεῖ;
Ὁπωσδήποτε εἶναι πολλὰ ποὺ μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ νὰ θαυμάσουμε, εἶναι πολλὰ ποὺ μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε μὲ τὸ καταπληκτικὸ ὄργανο τῆς ὁράσεως. Ἀλλὰ δὲν τὰ βλέπουμε ὅλα.
Σὲ μιὰ κετεύθυνση μόνο μποροῦμε νὰ στρέψουμε τὸ βλέμμα μας, σὲ ὁρισμένη ἀπόσταση νὰ δοῦμε. Καὶ ἂν οἱ ὀφθαλμοί μας ἀσθενήσουν, τότε ἔχουμε πρόβλημα στὴν ὅραση. Καὶ ὅταν πέσει ὀμίχλη καὶ ὅταν ἔλθει τὸ σκοτάδι, τότε πολὺ περιορίζεται ἡ ὅρασή μας, μόλις ποὺ διακρίνουμε ἐλάχιστα πράγματα κοντά μας.
Τίποτε περισσότερο, τίποτε καθαρὸ ἐνώπιόν μας, τίποτε γιὰ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ μιλήσουμε μὲ βεβαιότητα. Τίποτε! Ἐλάχιστα διακρίνουμε στὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε, τὰ περισσότερα διαφεύγουν.
Ὑπάρχει ὅμως ἕνα βλέμμα ποὺ διακρίνει τὰ πάντα, ποὺ βλέπει τὸ κάθε τι καὶ στὴν πιὸ μικρή του λεπτομέρεια, ποὺ διακρίνει ὅλα ὅσα σ’ ὅλους ἀφοροῦν. Βλέπει τὰ πιὸ μικρὰ μὲ τὴν ἴδια εὐκρίνεια ποὺ διακρίνει τὰ μεγάλα, βλέπει ὅσα εἶναι μακριὰ ὅπως ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται δίπλα μας, γνωρίζει τὸ ἐσωτερικό μας μὲ τὴν ἴδια εὐκολία ποὺ παρακολουθεῖ τὶς ἐξωτερικὲς ἐνέργειες καὶ πράξεις μας.
«Οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ, πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, πρὸς ὃν ἡμῖν ὁ λόγος» (Ἑβρ. δ΄ 13). Δὲν ὑπάρχει κανένα κτίσμα ἀφανὲς καὶ ἀόρατο ἐνώπιόν Του, ἀλλὰ ὅλα εἶναι γυμνὰ καὶ ξεσκεπασμένα στὰ μάτια Του. Σ’ Αὐτὸν ποὺ ὅλα τὰ γνωρίζει, θὰ δώσουμε ἀπολογία γιὰ τὶς πράξεις μας.
Γεμίζει μὲ φόβο τὶς ψυχές μας αὐτὴ ἡ ἀλήθεια: Ὁ Θεὸς εἶναι παντεπόπτης, ἐποπτεύει, βλέπει ἀπὸ ψηλὰ τὰ πάντα. Τί κάνω, τί λέω, ποῦ πηγαίνω, μὲ ποιὸν σχετίζομαι, τί ἐνεργῶ τὴ μέρα ἢ τὴ νύχτα, στὸ φῶς ἢ στὸ σκοτάδι, καὶ ἐπιπλέον τί σκέπτομαι, τί ἐπιδιώκω, τί σχεδιάζω;
Ὅλα, καὶ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ γνωρίζει ὁ Κύριος! «Ἐνώπιον γάρ εἰσι τῶν τοῦ Θεοῦ ὀφθαλμῶν ὁδοὶ ἀνδρός, εἰς δὲ πάσας τὰς τροχιὰς αὐτοῦ σκοπεύει» (Παρ. ε΄ 21). Οἱ δρόμοι καὶ οἱ τρόποι τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁλοφάνεροι μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ὁ
Ὁποῖος παρακολουθεῖ μὲ ἀκρίβεια ὅλες τὶς ἐνέργειές μας καὶ τίποτε δὲν διαφεύγει ἀπὸ τὸ παντέφορο βλέμμα Του. Αὐτὰ ποὺ δὲν γνωρίζει κανεὶς ἄνθρωπος, αὐτὰ ποὺ καὶ στὸν πιὸ ἔμπιστο φίλο μας δὲν θέλουμε νὰ ἐμπιστευθοῦμε, ὅσα θέλουμε κανεὶς ποτὲ νὰ μὴ μάθει, ὅλα τὰ γνωρίζει ὁ παντογνώστης Θεός.
Εἶναι πολὺ βοηθητικὸ στὸν πνευματικό μας ἀγώνα νὰ μὴ διαφεύγει ἀπὸ τὴ σκέψη μας ἡ ἀλήθεια αὐτή. Νὰ ζεῖ πάντοτε ἡ ψυχή μας μὲ τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ κοντά μας, νὰ αἰσθανόμαστε πάντοτε ἐπάνω μας τὸ βλέμμα Του.
Πολλὰ πράγματα δὲν θὰ τὰ κάναμε, ἂν γνωρίζαμε ὅτι κάποιος μᾶς παρακολουθεῖ. Πολὺ περισσότερο εἴμαστε συγκρατημένοι, ὅταν πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς βλέπει.
Ἀλλὰ ἡ αἴσθηση τῆς παρατηρήσεως καὶ γνώσεως τῶν πάντων ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν πρέπει νὰ γεμίζει μόνο μὲ φόβο τὴν ψυχή μας καὶ νὰ μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ τὸ κακό.
«Ἐν παντὶ τόπῳ ὀφθαλμοὶ Κυρίου, σκοπεύουσι κακούς τε καὶ ἀγαθούς» (Παρ. ιε΄ [15] 3). Δὲν παρατηρεῖ μόνο τοὺς κακοὺς ὁ Θεὸς στὶς ἁμαρτωλές τους πράξεις.
Βλέπει μὲ προσοχὴ καὶ τοὺς ἀγαθοὺς ἀνθρώπους, βλέπει τὸν ἀγώνα τους, τὴν πάλη τους μὲ τὸν διάβολο καὶ τοὺς πειρασμούς του, τὴν ὑπομονή τους στὶς θλίψεις, τὴ συμπαράστασή τους στοὺς βασανισμένους καὶ ἀδικημένους ἀδελφούς τους, βλέπει τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ σύμφωνη μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του ζωή τους. Βλέπει ὅλα τὰ καλά τους, γιὰ νὰ τὰ ἐνισχύει καὶ γιὰ νὰ τὰ ἀμείβει.
Μᾶς συγκινεῖ τὸ νὰ γνωρίζει κάποιος τὸν ἀγώνα μας, νὰ βλέπει τὴν ὑπομονή μας, τὸν κόπο καὶ τὶς καλές μας προσπάθειες καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ ἐπιδοκιμάζει. Πολὺ περισσότερο ἐνισχυτικὸ εἶναι νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς βλέπει, γιὰ νὰ μᾶς προστατεύει, νὰ μᾶς στηρίζει καὶ νὰ μᾶς εὐλογεῖ στὸν ἀγώνα μας.
Τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ ποὺ παρακολουθεῖ τὰ πάντα μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ τὸ κακό. Τὸ βλέμμα Του μᾶς ἐνισχύει στὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ. Ὑπάρχει ὅμως κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὸν δουλικὸ φόβο ποὺ συγκρατεῖ μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς τιμωρίας τοῦ κακοῦ.
Ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο καὶ ἀπὸ τὴ σκέψη τῆς ἀμοιβῆς γιὰ τὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ. Ὑπάρχει ἡ σχέση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Πατέρα Θεό, ποὺ ἐνισχύεται διαρκῶς ἀπὸ τὴ βεβαιότητα ὅτι Ἐκεῖνος ποτὲ δὲν μᾶς ἀφήνει ἀπὸ τὸ γεμάτο στοργή, ἐνδιαφέρον καὶ ἀπέραντη ἀγάπη βλέμμα Του.
Ἡ φιλόθεη ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἔξω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Χαίρεται καὶ εὐφραίνεται ὅταν νοιώθει ὅτι πάντοτε στέκεται ἐνώπιόν Του, ὅτι ὅπου καὶ ἂν βρεθεῖ, στὸν οὐρανὸ ἢ στὴ γῆ, στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, στὰ «ἔσχατα τῆς θαλάσσης», ἢ ἀκόμη ἂν πορευθεῖ «ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου», δὲν χάνει τὸν Θεό, ἀλλὰ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ προστατευτικὸ βλέμμα Του, καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ παντοδύναμο χέρι Του καὶ χαίρεται μέσα στὴ γεμάτη πατρικὴ ἀγάπη παρουσία Του.
Μέχρι νὰ Τὸν συναντήσει στὴν αἰώνια Βασιλεία Του. Τότε ποὺ καὶ τὸ δικό μας βλέμμα θὰ Τὸν ἀτενίζει διαρκῶς, τὸ πρόσωπό μας θὰ ἀντανακλᾶ τὴ δόξα τοῦ δικοῦ Του θεϊκοῦ προσώπου καὶ ἡ ψυχή μας θὰ εὐφραίνεται αἰώνια μέσα στὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Βασιλείας Του.