Ἄβυσσος ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἄβυσσος ἡ κακία του. Ἄβυσσος καὶ ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ: «Τὰ κρίματά σου ἄβυσσος πολλή», ἀνεφώνησε συγκλονισμένος ὁ Ψαλμωδός (Ψαλ. λε΄ [35] 7).
Σύμπλεγμα τῶν τριῶν ἀβύσσων ἡ ζωή μας. Ἡ ζωὴ τοῦ ἔθνους μας, ἡ ζωὴ τῶν ἐθνῶν, ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ἡ ἴδια ἡ Ἱστορία.
Ἂν ρίξεις ἕνα βλέμμα στὴν ἐξέλιξή της, στὸ πανόραμα τῶν ἀχανῶν περιόδων της, θὰ χαθεῖς, θὰ περιπλανηθεῖς στοὺς μυστηριώδεις καὶ ἀνεξήγητους δρόμους της.
Σήμερα ὁ κίνδυνος νὰ χάσεις τὸν προσανατολισμό σου εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερος. Κοιτάζεις γύρω σου… Χάος! Ἡ ἀπελπισία σὲ πνίγει.
Ἄβυσσος συγχύσεως. Ἄβυσσος κακίας.
Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;
Ἐπιχείρησε νὰ διερευνήσεις τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὶς σκέψεις του, τὰ αἰσθήματά του, τὶς ἀντιδράσεις του. Θὰ παραιτηθεῖς ἀποκαμωμένος. Ὁ σήμερα ἅγιος αὔριο θὰ σὲ ἀπογοητεύσει.
Ὁ τωρινὸς ἀχώριστος φίλος σου σὲ λίγο θὰ σὲ προδώσει. Ὁ χθεσινὸς ἀδίστακτος καὶ στυγερὸς ἐγκληματίας τώρα θὰ σὲ ἐκπλήξει. Θὰ δεῖς τὸν εὐσεβὴ νὰ βυθίζεται στὸ βοῦρκο τῆς διαφθορᾶς καὶ τὸν διεφθαρμένο νὰ γίνεται ἅγιος.
Ἄβυσσος ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου!
Ἄβυσσος καὶ ἡ κακία του. Τὸ θηρίο τῆς ζούγκλας θὰ ἁρπάξει ἕνα θήραμα καὶ θὰ χορτάσει. Ὁ ἄνθρωπος δὲν χορταίνει ἀπὸ αἷμα ποτέ. Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἄγριο ζῶο ποὺ νὰ κατασπάραξε τὰ παιδιά του ἢ τὴ μάνα του.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἔλεος γιὰ κανένα. Θὰ σφάξει μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τοὺς γονεῖς του, τὰ παιδιά του, τὰ ἀδέλφια του. Θὰ σφάξει, θὰ κάψει, θὰ καταστρέψει. Θὰ μεθύσει ἀπό αἷμα ἀδελφικό!
Διάβασε τὸν 13ο Ψαλμό. Ἡ περιγραφή του ὠμή: «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός»· ὅλοι ξέφυγαν ἀπὸ τὸν ἴσιο δρόμο, ὅλοι κατάντησαν σὲ ἐξαχρείωση καὶ διαφθορά. Ὑπάρχει κανένας ποὺ νὰ πράττει τὸ ἀγαθό;
Οὔτε ἕνας! Τί εἶναι ὁ λάρυγγάς τους; Τάφος εἶναι. «Τάφος ἀνεῳγμένος» ποὺ ἀναδίδει φρικτὴ δυσωδία: βλασφημίες, ἀκολασίες, συκοφαντίες, ψεύδη ἀσύστολα. Ἆ, καὶ τὰ χείλη του! «Ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν»· δηλητήριο φαρμακερῶν φιδιῶν, τῶν ἀσπίδων, κρύβεται ἐκεῖ.
Τὸ στόμα τους φαρμάκι: κατάρες, ὕβρεις, δολιότητες… ἀπ᾿ αὐτὰ εἶναι γεμάτο. Κι ὅσο γιὰ τὰ πόδια τους, τρέχουν ταχύτατα νὰ χύσουν αἷμα καὶ νὰ σκορπίσουν συντρίμμια καὶ καταστροφές (Ψαλ. ιγ΄ [13] 3).
Ἔτσι ἦταν τότε. Στὰ χρόνια τοῦ Δαβίδ.
Ἔτσι μήπως δὲν εἶναι καὶ σήμερα; Καὶ πολὺ χειρότερα μάλιστα. Ἄβυσσος. Ἄβυσσος κακίας.
Καὶ Σύ, Κύριε, ποῦ εἶσαι;
Ὀργίστηκες. Ὀργίστηκες γιὰ τὴν πολλή μας κακία. Γιὰ τὴν ἀβυσσώδη διαφθορά μας. Καὶ μᾶς ἐγκατέλειψες. Μᾶς παρέδωσες στὴν ἴδια τὴν κακία μας, στὰ χέρια τῶν μανιακῶν, τῶν ἀόρατων καὶ παμπόνηρων ἐχθρῶν μας.
Ἔτσι πρέπει. Αὐτὸ μᾶς ἁρμόζει. Αὐτὸ εἶναι τὸ δίκαιο. Κι Ἐσὺ εἶσαι δίκαιος. Σὲ ἐγκαταλείψαμε, μᾶς ἐγκατέλειψες. Σὲ ἀρνηθήκαμε, μᾶς ἄφησες. Σεβάστηκες τὴν ἐλευθερία μας.
Ἀλλὰ ἡ δική Σου ὀργὴ δὲν εἶναι σὰν τὴ δική μας. Ἡ ὀργή Σου εἶναι σωτήρια. Ὀργίζεσαι ἀπὸ τὴν κακία μας, ἀλλὰ ὀργίζεσαι γιὰ τὸ καλό μας. Ὀργίζεσαι, διότι μᾶς ἀγαπᾶς, διότι εἶσαι Πατέρας. Ἀγάπη, ἀγάπη ἀμέτρητη, εἶναι ἡ ὀργή Σου.
Ἔτσι εἶπες κάποτε στὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: «Διὰ γὰρ ὀργήν μου ἐπάταξά σε καὶ διὰ ἔλεον ἠγάπησά σε»· ἐξαιτίας τῶν ἐκτροπῶν σου ὀργίστηκα καὶ σὲ παρέδωσα στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου, καὶ αὐτοὶ σὲ μετέβαλαν σὲ ἐρείπια.
Ὅμως εἶμαι ἐλεήμων καὶ σὲ ἀγαπῶ, γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ ἀνέστησα, δὲν σὲ ἄφησα γιὰ πάντα στὰ νύχια τῆς κακίας τους (Ἡσ. ξ΄ [60] 10).
Κατανοεῖς λοιπὸν τώρα τὸ μυστήριο; Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μας. Δίκαιος καὶ ἐλεήμων. Ὀργὴ καὶ ἔλεος. Ὀργίζεται γιὰ τὶς ἐκτροπές μας καὶ κατὰ λόγον δικαιοσύνης ἀφήνει νὰ ξεσπάσει ἐπάνω μας ἡ κακία τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Ὅμως δὲν παύει νὰ μᾶς ἀγαπᾶ. Διότι εἶναι ἐλεήμων. Ἄλλωστε καὶ ἡ ἴδια ἡ ὀργή Του ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης Του εἶναι.
Πῶς νὰ κατανοήσεις τὶς βουλές Του; Πῶς νὰ μετρήσεις τὰ βήματά Του στὴν Ἱστορία; «Ἐν τῇ θαλάσσῃ αἱ ὁδοί» Του (Ψαλ. ος΄ [76] 20)· οἱ δρόμοι Του εἶναι χαραγμένοι στὴ θάλασσα. Ποιὸς μπορεῖ νὰ τοὺς διακρίνει; Περνάει, καὶ τὰ ἴχνη Του ἀμέσως ἐξαφανίζονται. Ἔτσι ἐνεργεῖ. Μὲ τρόπους ἀκατανόητους. Ἄβυσσος ἡ κρίση Του.
Ἐσὺ νομίζεις ὅτι ἔχει ἐγκαταλείψει γιὰ πάντα τὸν κόσμο. Δὲν βλέπεις τὰ ἴχνη Του. Ποῦ νὰ τὰ δεῖς; Στὴ θάλασσα; Ἐσὺ θεωρεῖς πὼς ἡ ἄβυσσος τῆς κακίας μας Τὸν ἔχει διώξει ἀπὸ τὸν κόσμο. Βλέπεις μονάχα τὴν ὀργή Του. Καὶ τὴν ὀργή Του κακῶς τὴν ἐκλαμβάνεις ὡς ὀργὴ ἀνθρώπινη.
Δὲν βλέπεις τὸ ἔλεός Του. Δὲν κατανοεῖς τὸ σωτηριῶδες σχέδιο ποὺ μὲ ἄπειρη ἀγάπη ἀπεργάζεται ἡ ὀργή Του. Μᾶς ἐπάταξε μὲ τὴ δίκαιη μὰ σωστικὴ ὀργή Του. Ὅμως μᾶς ἀγαπάει. «Διὰ ἔλεον ἠγάπησά σε», μᾶς λέει.
Δὲν Τὸν ἀκοῦς; Μᾶς ἀγαπάει… Ἀφοῦ ἀνέβηκε καὶ στὸ Σταυρὸ γιὰ μᾶς! Γιὰ νὰ μᾶς σώσει…
Θὰ μᾶς ἀναστήσει!