Σ’ ένα άρθρο από το περιοδικό «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» (1-11-1956), το οποίο είχε φυλάξει στό αρχείο του ο αείμνηστος Γέροντας, πατήρ Αρσένιος Κομπούγιας, τού ησυχαστηρίου «Παναγία η Γοργοεπήκοος» στη Ναύπακτο, γράφει το εξής σημαντικό γεγονός:
Ένας ιερεύς ζηλωτής, με πλούσια δράση, είδε κάποτε ένα όνειρο. Ο ίδιος μας τό έχει περιγράψει ως εξής:
«Καθόμουνα στήν πολυθρόνα μου, κουρασμένος κι εξαντλημένος από την εργασία. Το σώμα μου πονούσε απ’ τη μεγάλη κόπωση.
Πολλοί στήν ενορία μου ζητούσαν τον πολύτιμο «Μαργαρίτη». Και πολλοί τον είχαν βρεί. Η ενορία μου προόδευε από κάθε άποψη. Η ψυχή μου πλημμύριζε από χαρά, ελπίδα καί θάρρος.
Τα κηρύγματά μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Πολλοί προσήρχοντο στήν Εξομολόγηση. Η εκκλησία μου ήταν πάντοτε ασφυκτικά γεμάτη. Είχα κατορθώσει νά κινητοποιήσω ολόκληρη την ενορία.
Ικανοποιημένος απ’ όλα, εργαζόμουνα κάθε μέρα μέχρις εξαντλήσεως. Ενώ σκεπτόμουνα όλα αυτά, χωρίς να το καταλάβω, με πήρε ο ύπνος. Τότε συνέβη το εξής, που θα σάς περιγράψω:
Ένας ξένος μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Το πρόσωπό του ήταν γλυκό κι είχε μεγάλη πνευματικότητα. Ήταν καλά ντυμένος και κρατούσε στο χέρι του μερικά όργανα χημικού εργαστηρίου. Η όλη του εμφάνιση προκαλούσε παράξενη εντύπωση. Ο ξένος με πλησίασε. Κι ενώ μου άπλωνε το χέρι του για να με χαιρετήσει, μέ ρώτησε:
-Πώς πάει ο ζήλος σου;
Η ερώτηση αυτή μου προξένησε μεγάλη χαρά. Γιατί ήμουν πολύ ικανοποιημένος με το ζήλο μου. Καί δεν είχα καμία αμφιβολία, πως κι αυτός ο ξένος θα ήταν πολύ χαρούμενος, άν τόν γνώριζε.
Τότε, όπως θυμάμαι απ’ το όνειρό μου, για να του δείξω πόση αξία έχει ο ζήλος μου, σαν νά έβγαλα απ’ το στήθος μου μιά συμπαγή μάζα, που ακτινοβολούσε σαν χρυσάφι. Του τήν έβαλα στο χέρι και του λέω:
-Αυτός είναι ο ζήλος μου.
Εκείνος τήν πήρε και τη ζύγισε προσεκτικά πάνω στη ζυγαριά του:
-Ζυγίζει πενήντα κιλά, μου λέει σοβαρά.
Εγώ μόλις πού μπορούσα να συγκρατήσω τη χαρά μου για το βάρος αυτό. Εκείνος όμως μέ σοβαρότητα, σημείωσε το βάρος σ’ ένα χαρτί και συνέχισε την εξέτασή του.
Έσπασε τη μάζα εκείνη σε κομμάτια και την έβαλε μέσα σ’ ένα χημικό τηγάνι πάνω στή φωτιά. Όταν η μάζα έλειωσε και καθαρίστηκε, την έβγαλε απ’ τη φωτιά. Ξεχώρισε τα διάφορα στοιχεία. Όταν αυτά κρύωσαν, σχηματίσθηκαν διάφορα κομμάτια. Τα άγγιζε μ’ ένα σφυράκι και ζύγιζε το βάρος κάθε κομματιού πάνω στό χαρτί.
Όταν τελείωσε, μου έριξε μιά ματιά γεμάτη από συμπόνια και μου λέει:
-Εύχομαι νά σέ λυπηθεί ο Θεός και να σωθείς.
Κι αμέσως, εγκατέλειψε το δωμάτιο.
Στό χαρτί πού μου άφησε στο τραπέζι, ήταν γραμμένα τα εξής:
Ανάλυσις τού ζήλου του ιερέως Χ.
Συνολικόν βάρος: 50 κιλά
Η προσεκτική ανάλυσις παρουσιάζει τα εξής στοιχεία:
• Φανατισμός: 5 κιλά.
• Προσωπική φιλοδοξία: 15 κιλά.
• Φιλοχρηματία: 12 κιλά.
• Τάση πρός επιβολή και κυριαρχία πάνω στις ψυχές: 8 κιλά.
• Επίδειξις: 10 κιλά παρά 20 γραμμάρια.
• Αγάπη πρός τόν Θεό: 10 γραμμάρια.
• Αγάπη πρός τούς ανθρώπους: 10 γραμμάρια.
Σύνολον: 50 κιλά.
Η παράξενη συμπεριφορά του ξένου και η ματιά με την οποία με αποχαιρέτησε, μου μετέδωσαν κάποια ανησυχία. Μα όταν είδα το αποτέλεσμα της εξετάσεώς του, ένοιωσα τά γόνατά μου να λυγίζουν.
Θέλησα στήν αρχή ν’ αμφισβητήσω την ορθότητα των αριθμών. Μα εκείνη τη στιγμή άκουσα έναν αναστεναγμό του ξένου, που είχε φθάσει στην εξώπορτα. Ηρέμησα κι άρχισα νά σκέπτομαι πιό ψύχραιμα.
Μα καθώς σκεπτόμουν, σκοτείνιασε μπροστά μου. Δέν μπορούσα να διαβάσω το χαρτί, που κρατούσα στα χέρια μου. Αγωνία και φόβος μέ κατέλαβαν. Στα χείλη μου ήλθε η κραυγή:
-Κύριε, σώσον με…
Έριξα πάλι μιά ματιά στο χαρτί. Ξαφνικά, μεταμορφώθηκε αυτό σ’ έναν ολοκάθαρο καθρέπτη, πού καθρέπτιζε την καρδιά μου. Ένοιωσα και ανεγνώρισα την κατάστασή μου. Μέ δάκρυα στα μάτια παρακαλούσα τον Κύριο να μ’ ελευθερώσει απ’ το ΕΓΩ μου. Τέλος, ξύπνησα με μιά κραυγή αγωνίας.
Στά περασμένα χρόνια, παρακαλούσα τον Θεό να με σώσει από διαφόρους κινδύνους. Μά από την ημέρα εκείνη, άρχισα να παρακαλώ τον Θεό να μ’ ελευθερώσει από το δικό μου ΕΓΩ.
Γιά πολύ καιρό ένοιωθα ταραγμένος. Τέλος, ύστερα από επίμονες προσευχές, ένοιωσα το φώς τού Κυρίου να πλημμυρίζει την καρδιά μου και να καίει τ’ αγκάθια τού εγωκεντρισμού μου.
Όταν ο Κύριος με καλέσει κοντά Του, θα Τον ευχαριστήσω ολόθερμα για την αποκάλυψη εκείνης της ημέρας, γιατί μου φανέρωσε τότε τόν αληθινό εαυτό μου και οδήγησε τα πόδια μου στον πιό στενό, αλλά και πιό όμορφο δρόμο. Από τότε κάθε μέρα ανανέωνα τις αποφάσεις μου.
Εκείνη η επίσκεψη που μου έκανε Εκείνος που «ετάζει καρδίας και νεφρούς» (πρβλ. Ψαλμ. 7:10), με έκανε άλλον άνθρωπο και ωφέλησε πολύ την εργασία μου».
π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος