ΑΓΑΠΗ είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, που κάνει τον άνθρωπο να μην προτιμάει τίποτε άλλο περισσότερο από το να γνωρίσει το Θεό. Είναι αδύνατον όμως ν’ αποκτήσει σταθερά μέσα του αυτή την αγάπη, όποιος έχει εμπαθή προσκόλληση σε κάτι από τα γήινα.
Μην πεις ότι και μόνο η πίστη μου στο Χριστό μπορεί να με σώσει. Αυτό είναι αδύνατον, αν δεν αποκτήσεις και την έμπρακτη αγάπη. Η απλή πίστη, που δεν συνοδεύεται με έργα αγάπης, τίποτε δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν.
Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δεν φωτίζει την ψυχή με τη γνώση του Θεού.
Εκείνο που αγαπάει κανείς, σ’ αυτό και είναι προσηλωμένος, και, για να μην το στερηθεί, καταφρονεί όλα όσα τον αποσπούν απ’ αυτό. Έτσι κι εκείνος που αγαπάει το Θεό, καλλιεργεί την καθαρή προσευχή και διώχνει από μέσα του κάθε πάθος που τον εμποδίζει απ’ αυτήν.
Ο νους που ενώνεται με το Θεό και παραμένει μαζί του με την προσευχή και την αγάπη, αυτός γίνεται σοφός, αγαθός, δυνατός, φιλάνθρωπος, σπλαχνικός, μακρόθυμος. Μ’ ένα λόγο, έχει πάνω του όλα τα θεία γνωρίσματα. Όταν όμως απομακρύνεται από το Θεό και προσκολλάται στα γήινα, ή γίνεται σαν κτήνος, καθώς κυλιέται στις ηδονές, ή γίνεται σαν θηρίο, καθώς φιλονικεί με τους ανθρώπους για πράγματα υλικά.
Εκείνος που φοβάται το Θεό, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη. Και η ταπεινοφροσύνη τον οδηγεί στην αγάπη και την ευχαριστία του Θεού. Σκέφτεται δηλαδή την προηγούμενη ζωή του, τα διάφορα αμαρτήματα και τους πειρασμούς του, και πώς απ’ όλα αυτά τον γλύτωσε ο Κύριος και τον μετέφερε από τη ζωή των παθών στον κατά Θεόν βίο. Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν αποκτάει και την αγάπη προς το Θεό, τον ευεργέτη και κυβερνήτη της ζωής του, τον οποίο αδιάλειπτα ευχαριστεί με πολλή ταπεινοφροσύνη.
Εκείνος που αγαπάει το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη. Νηστεύει και αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε το καλό.
Η αγάπη προς το Θεό παρακινεί όποιον την έχει να καταφρονεί κάθε πρόσκαιρη ηδονή και κάθε κόπο και λύπη. Ας σε πείσουν γι’ αυτό όλοι οι άγιοι, οι οποίοι τόσα έπαθαν για το Χριστό.
Η ανέκφραστη ειρήνη που έχουν οι άγιοι άγγελοι οφείλεται σ’ αυτά τα δύο: στην αγάπη προς το Θεό και στην αγάπη αναμεταξύ τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους όλων των αιώνων. Πολύ καλά λοιπόν έχει λεχθεί από το Σωτήρα μας, ότι σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των Προφητών (Ματθ. 22, 40).
Όποιος αγαπάει το Θεό δεν είναι δυνατόν να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του. Και όσους ακόμα είναι υπόδουλοι στα πάθη τους, κι αυτούς τους αγαπάει σαν τον εαυτό του, και χαίρεται με αμέτρητη και ανείπωτη χαρά όταν τους βλέπει να διορθώνονται.
«Όποιος με αγαπάει», λέει ο Κύριος, «θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14, 23). «Και η δική μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλο» (Ιω. 15,12). Εκείνος λοιπόν που δεν αγαπάει τον πλησίον του, αθετεί την εντολή του Κυρίου. Και όποιος αθετεί την εντολή του Κυρίου, ούτε τον Κύριο είναι δυνατόν ν’ αγαπήσει.
Μην καταφρονήσεις την εντολή της αγάπης γιατί μ’ αυτή θα γίνεις παιδί του Θεού, ενώ παραβαίνοντάς την θα γίνεις παιδί της γέεννας.