Αδελφοί και πατέρες, αναγκαζόμαστε να επανέλθουμε στο θέμα της πρακτικής μορφής της μετάνοιάς μας, γιατί παρατηρώ με δυσαρέσκεια την απροσεξία και επιμονή στο προσωπικό θέλημα και την ιδιορρυθμία, που είναι η βάση των κακών και έμπρακτη αποτυχία!
Όποιος θέλει με τη Χάρη του Θεού να σωθεί και να απαλλαγεί από την αιχμαλωσία του παλαιού ανθρώπου, ουδέποτε προβάλλει το δικό του θέλημα ή τη γνώμη του. Και αν ακόμη συμβεί αυτό, επειδή ρωτήθηκε από τους αδελφούς, πρέπει να είναι έτοιμος, αν κάποιος του κάνει παρατήρηση, ότι δεν μίλησε σωστά, να μην ταραχθεί, αλλά με ταπείνωση να ζητήσει συγγνώμη και να πει: «Συγγνώμη, αδελφοί μου, εγώ είπα μια γνώμη, αλλά μη μου μετρήσετε το λάθος μου. Όπως εσείς νομίζετε να πράξουμε, γιατί εγώ είμαι σκοτισμένος και δεν μπορώ να καταλάβω το καλύτερο».
Εάν δεν τηρηθεί αυτός ο τρόπος, θα φυτρώσει θυμός και φιλονικία. «θυμός ανδρός δικαιοσύνην θεού ου κατεργάζεται» και επιπλέον ο Απόστολος συνιστά «δούλον δε Κυρίου ου δει μάχεσθαι» (Β’ Τιμ. β, 24). Τέτοιοι είμαστε κάποτε, όταν ζούσαμε χωρίς Χριστό, «τέκνα φύσει οργής» (Εφ. β’, 3).
Τώρα όμως, που ελεηθήκαμε, βιαζόμαστε να αντιγράψουμε το πρότυπό μας, που μας πείθει ότι «ου ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με πατρός» (Ιω. ε, 29). Εκείνος που συνειδητοποίησε την εντολή της αγάπης, το «μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου» (Α Κορ. ι, 24) και το «πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω» (Α’ Κορ. ις, 14), δεν προτιμά ποτέ τη γνώμη ή το θέλημά του, όταν ζει μαζί με τους αδελφούς του. Όταν θλίβονται οι άλλοι και πάσχουν, συμπάσχει με αυτούς και όταν ο ίδιος ικανοποιείται και χαίρεται, τους συγκαλεί να μετάσχουν. Αυτή είναι η ιδιότητα και αυτοθυσία της αγάπης, που είναι ο θεός.
Απο τις κατηχήσεις του Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού