Πρέπει νά κοινωνούμε. Aν δεν κοινωνούμε, τότε δεν είμαστε χριστιανοί. Τότε, δεν πρόκειται νά προκόψουμε στήν πνευματική, στήν ενάρετη, στήν χριστιανική καί αγία ζωή. Αυτό είπε ό Κύριος κάποτε. Ειπε: «’Εάν μή φάγητε την σάρκα του υίού του άνθρώπου καί πίητε αύτού τό αίμα, ούκ εχετε ζωήν εν έαυτοίς» (Ίωάν. 6, 53).
Καί άν δεν προκόψουμε στήν πνευματική ζωή, τότε, πώς μπορούμε νά ελπίζουμε στήν αιώνια ζωή; Όταν κοινωνούμε, κοινωνούμε «εις άφεσιν αμαρτιών καί εις ζωήν αιώνιον». ’Έτσι, όπως μας τό λέγει ό λειτουργός ιερεύς τή στιγμή πού μάς κοινωνεί. Τό ξαναλέμε: Πρέπει νά κοινωνούμε. Μαζί όμως μέ αυτό πρέπει νά πούμε καί κάτι άλλο. Κάτι πού δεν τό έχουμε ξεκαθαρισμένο οί περισσότεροι. Κι’ αύτό τό άλλο είναι: Πώς πρέπει νά κοινωνούμε; Με ποιές προϋποθέσεις;
Τό πρώτο καί κύριο είναι ή Ιερά Εξομολόγησις. Αλλά εδώ είναι πού σκοντάφτουν οί περισσότεροι. Δύσκολον πράγμα γι’ αυτούς ή εξομολόγησις. Συμφωνούν νά κοινωνούν, καί τό κάνουν, άλλά όχι καί νά έξομολογηθούν. Ή Εξομολόγησις τούς φαίνεται βουνό. Τούς στεναχωρεί. Καί τούς στεναχωρεί, τό Μυστήριο αυτό, γιατί προϋποθέτει ταπείνωση. Κι’ αυτοί, περισσότερο οί άνδρες, καί λιγότερο οί γυναίκες, δέν μπορούν νά ταπεινωθούν.
Κάποτε παρουσιάσθηκε ό Διάβολος στόν Άγιο Μακάριο καί του είπε: Ό,τι κάνεις, τό κάνω. Νηστεύεις; Καί εγώ δέν τρώγω ποτέ. Κάνεις άγρυπνίες; Κι εγώ δέν κοιμούμαι ποτέ. Μόνο ένα πράγμα πού κάνεις έσύ, δέν μπορώ νά τό κάνω εγώ. Απόρησε ό Άγιος καί μέ απορία, ρώτησε: Ποιό πράγμα είναι αύτό πού δέν μπορείς νά τό κάνεις; Καί ό Διάβολος απάντησε: Δέν μπορώ νά ταπεινωθώ.Έ, αυτό το ιδιο, συμβαίνει καί μέ αυτούς πού δέν εξομολογούνται. Δέν μπορούν νά ταπεινωθούν.
Όλες οί άλλες οί προφάσεις τους είναι παραμύθια. Κι’ όμως πρέπει νά έξομολογηθούν. Χωρίς εξομολόγηση δέν μπορούν νά κοινωνήσουν. Παρά ταύτα πολλοί πάνε καί κοινωνούν ανεξομολόγητοι. Δυστυχώς πάνε! Κάνουν όμως μεγάλο κακό στόν έαυτό τους. Ό Άπ. Παύλος σημειώνει όλες τίς συνέπειες αυτών πού κοινωνούν χωρίς πρώτα νά έξετάσουν τόν εαυτό τους.Πρώτη συνέπεια: «Ο εσθίων καί πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει καί πίνει». Αυτό τό «κρίμα» σημαίνει καταδίκη. «Κατάκριμα καί κόλασιν έαυτω επισπάται», όπως σημειώνει ό ερμηνευτής.
Δεύτερη συνέπεια: «Διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς καί άρρωστοι». Πολλοί από αυτούς πού κοινωνούν ανάξια αρρωσταίνουν.Τρίτη συνέπεια: «Διά τούτο καί κοιμώνται ικανοί» (Α’ Κορινθ. 11, 28-30). Γιά τον ίδιο λόγο καί πολλοί πεθαίνουν. Αυτό θά πη ή λέξις «κοιμώνται». Τό δεύτερο είναι ή πίστις. Πρέπει νά πιστεύουμε ακράδαντα στό Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Νά πιστεύουμε απόλυτα ότι αύτό πού κοινωνούμε είναι σώμα καί αίμα Χριστού. Στά απλά στοιχεία τού άρτου καί οίνου είναι μυστικώς παρών ό Θεάνθρωπος Ιησούς. Υπό τά είδη τού άρτου καί τού οίνου είναι αυτό τό Σώμα καί Αίμα του Χριστού. «Ερωτάς, λέγει, ό Ιωάννης ό Δαμασκηνός, πώς ό άρτος καί ό οίνος γίνεται σώμα καί αίμα Χριστού. Καγώ σοί λέγω: «Πνεύμα Άγιον έπιφοιτά καί ταύτα ποιεί».
Τρίτο έρχεται ή αγάπη. Ή ώρα της θείας Κοινωνίας νά είναι γιά μάς αγωνία. Μιά λαχτάρα. Μιά προσμονή. Ή πιό όμορφη προσμονή. Νά φλέγεται ή ψυχή μας, έντονα από τόν πόθο καί τή νοσταλγία γιά τή μυστική συνάντηση μέ τόν Νυμφίο της Χριστό. Νά καίεται ή καρδία μας άπό τήν φλόγα της άγάπης μας στόν Ιησού. Σάν εκείνο τόν μακάριο, τόν Ιγνάτιο τόν Θεοφόρον. Αγαπούσε πολύ τόν Κύριο ό άγιος εκείνος πατήρ.
Έγραφε: «Εκείνον ζητώ, τόν υπέρ ημών άποθανόντα εκείνον θέλω, τόν δι’ ημάς αναστάντα… Άρτον Θεού θέλω, ό έστι σάρξ Ιησού Χριστού καί πόμα θέλω τό αίμα αυτού, ό έστιν άγάπη άφθαρτος». Άπό μιά τέτοια άγάπη λείπουν ποτέ τά δάκρυα; Γι’ αύτό έγραφε ό Συμεών ό Στουδίτης: «Αδελφέ, άνευ δακρύων μή κοινωνήσης ποτέ». Έτσι πρέπει νά κοινωνούμε. Έτσι, όπως άλλωστε τό λέει καί μιά ευχή: « Έθελξας πόθω με, Χριστέ, καί ήλλοίωσας τώ θείω σου ερωτι…».
Τέταρτο ακολουθεί ή νηστεία. Αλλά νηστεία, όμως, όχι μόνο άπό κρέας καί άπό όλα τά άρτύσιμα φαγητά, άλλά άπό όλα τά πράγματα. Νηστεία άπό άσχημα θεάματα, απρεπή άκούσματα, άπό κακές σκέψεις, από τή φλυαρία, άπό πειράγματα καί αισχρόλογα.Νηστεία ολοκληρωτική. Είπαμε. Νηστεία από όλα τά πράγματα. Καί τό τελευταίο είναι ή σεμνότης.
Είναι βασικό καί φανερώνει τί βαρύτητα δίδει ένας χριστιανός καί μιά χριστιανή στό Μυστήριο της θείας Κοινωνίας. Σεμνοί πρέπει νά είναι οί νέοι καί οί άνδρες. Άλλά, ιδιαίτερα, σεμνές πρέπει νά είναι οί νέες καί οί γυναίκες. Άς τό καταλάβουν οί χριστιανές γυναίκες ότι ένας καί μοναδικά πρέπει νά ρυθμίζη όλες τίς λεπτομέρειες τής ζωής τους. Καί αυτός ό ένας είναι ό Κύριος. Άλλος κανείς, τό τονίζω αύτό. Άλλος κανείς.
Αυτά προ τής θείας Κοινωνίας. Άλλά μετά από αυτήν; Μετά! Τί κάνουμε όταν μέσα στό σπίτι μας έχουμε κάποιον επίσημο επισκέπτη καί φιλοξενούμενο; Τότε δέν ακούεται μιλιά στό σπίτι. Τότε άνδρας, γυναίκα, παιδιά, νύφη, πεθερά, όλοι είναι μέλι καί γάλα. Τότε όλοι τους είναι γελαστοί, ευγενικοί, εξυπηρετικοί. Άψογη ή συμπεριφορά τους σέ όλα.
Άλλά τί είναι αυτός ό οποιοσδήποτε επίσημος επισκέπτης μπροστά στόν Ουράνιο επισκέπτη, τό Χριστό, πού παίρνουμε μέ τή Θεία Μετάληψι καί τόν φιλοξενούμε μέσα στήν ψυχή μας;
Ξέρετε τί γινόμαστε μέ τή Θεία Κοινωνία; Γινόμαστε Χριστοφύροι, Θεοφόροι. Γινόμαστε Άγιον Ποτήριον. άφού μέσα μας έχουμε τό αίμα τού Κυρίου. Γινόμαστε Άγιο Δισκάριο, άφού μέσα μας πήραμε τό σώμα Του. Είμαστε ένα Αρτοφόριο. Είμαστε Άγία Τράπεζα. Είμαστε Ναός Θεού. Έπειτα ό ’Ιησούς δέν έρχεται στήν ψυχή μας γιά μιά καί δυό ώρες, όπως ένας άνθρωπος επισκέπτης. Ό Ιησούς έρχεται καί γίνεται ένοικος τής ψυχής μας. Αυτό λέμε σέ μιά άπό τίς εύχές τής Θείας Μεταλήψεως, πού πρέπει οπωσδήποτε νά διαβάζουμε προτού κοινωνήσουμε.
«…Γενοίμην οικός σου τή των μυστηρίων μεθέξει τών ιερών, ένοικόν σε εχων, συν Πατρί καί Πνεύματι, ευεργέτα πολυέλεε». Πρέπει νά ντυνόμαστε, νά σκεπτόμαστε, νά μιλάμε, νά συμπεριφερόμαστε μεταξύ μας, όπως τό θέλει ό Θείος Νοικάρης μας. Άν κοινωνής έτσι, όπως τά είπαμε, τότε πρέπει νά σέ κούρασα μέ όσα έγραψα. Συγχώρα με γι’ αυτό. Άν όμως δέν κοινωνής έτσι, τότε ξαναδιάβασε αυτά πού γράψαμε καί βάλε στό εξής μιά καλή σειρά στή Θεία Κοινωνία. Μιά σειρά όπως τήν διάβασες.
«Όδηγός πνευματικής σωτηρίας»