Δε γνώριζε πόσα ήταν τα γράμματα του αλφάβητου. Ήξερε μονάχα πως υπάρχει ένα «ι» και ένα «ο». Κι έτσι έγραφε τα συγχωροχάρτια κάθε Σάββατο που πήγαινε στον Εσπερινό τη λειτουργιά, ζυμωμένη με τα χέρια της και τυλιγμένη στην κατακάθαρη πετσέτα.

Με τα ίδια λιγοστά γράμματα έγραφε κάπου-κάπου και τις επιστολές στην οικογένεια του αδελφού της του ξενι­τεμένου. Μα έβαζε πάντα την καρδιά της, τη στοργή της όλη σε κάθε λέξη. Και τέλειωνε κάθε φορά γράφοντας «αδελφέ, να αγαπάτε τον Χριστό! και να μην ξεχνάτε την Πατρίδα!».

Τη συναντούσα συχνά τα καλοκαίρια, όταν έγερνε ο ήλιος και δρόσιζε κάπως, στα σκαλάκια της αυλόπορτάς της καθισμένη.

Είχε πάντα ένα καλό λόγο να μου πει. Μα ένα βράδυ ο λόγος της μπήκε στην καρδιά μου βαθιά. «Κόρη μου, να δίνεις με την καρδιά σου στο Χριστό πίσω ότι σου χα­ρίζει, ποτισμένο με τον ιδρώτα σου, και Κείνος θα σου χα­ρίσει κι άλλα και με τον τόκο!».

Πού ήξερε η θειά Ελισώ πώς πληρώνει ο Χριστός; σκε­φτόμουν. Κι αμέσως μου έδωσε την απάντηση: «Έτσι είναι ό Χριστός μας, γαλαντόμος! Το σπούδαξα στη ζωή μου. Μα στ ΄αλήθεια σου λέω, κι αν δε μου τα δώκει όλα εδώ, όπως με βλέπεις και σε βλέπω, δε θα μου τα στερήσει στην άλλη ζωή!».

Τούτο το καλοκαίρι, κάποια μέρα πριν πάει ο ήλιος προς τη δύση του, η πένθιμη καμπάνα μας έφερε μπρο­στά στη θειά Ελισώ για τελευταία φορά.

Το φωτεινό, χαμογελαστό πρόσωπο της, κι ο ασπασμός στα ροζιασμένα χέρια της, που τα ‘νιωσα ζεστά, με βεβαιώνανε πως ο Χριστός μας χαρίζει και με τον τόκο σε όσους Του δίνουν με την καρδιά τους ό,τι έχουν κι αφήνονται στην αγάπη Του!

Κι αυτό το ξέρουν καλά όχι oι απλά «σπουδαγμένοι», αλλά όσοι κάνουν τη θέλησή Του ζωή!

Ε. Βερονίκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ