Ψωμί, Γεώργιος Δροσίνης
Ψωμί, Γεώργιος Δροσίνης

Ψωμί το φόρτωμα που θα ’ρθει από το μύλο,

πρωτόσταλτ, Γεώργιος Δροσίνης

Καλόδεχτο, πρωτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.

Ζυμώνουν τ’ ανασκουμπωτά της πρωτονύφης χέρια
και πλάθουν τα πρωτόπλαστα ψωμι ά με τις παλάμες
μες στην καλοπελεκητή πινακωτή-προικιό της.
Το φούρνο καίει τεχνίτισσα στο φούρνο η γριά κυρούλα,
ξανανιωμένη, αφήνοντας τη συντροφιά της ρόκας.

Ω, βραδινό συμμάζεμα στο σπιτικό κατώφλι,
καρτέρεμα ανυπόμονο του πυρωμένου φούρνου!
Κι ω, μέθυσμα απ’ τη μυρωδιά πρώτου ψωμι ού, που αχνίζει
κομμένο από το γέροντα παππού, χωρίς μαχαίρι,
και μοιρασμένο στα παιδιά, στις νύφες και στ’ αγγόνια!

Και συ, θυσία των ταπεινών στη Θεία την καλοσύνη,
σημαδεμένο ανάμεσα με του σταυρού τη βούλα,
καλοπλασμένο πρόσφορο, της Εκκλησιάς μεράδι,
που θα κοπείς την Κυριακή μες στ’ αργυρό αρτοφόρι
και στ’ άγιο δισκοπότηρο με το κρασί θα σμίξεις!

Γεώργιος Δροσίνης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ