Θα ξεκινήσω με την ερώτηση του Γέροντα (Αγίου Πορφυρίου) που μου έκανε κατά καιρούς χωρίς εγώ να το καταλάβω.
Με ρωτούσε:
– Αθηνά, σου έχω μιλήσει για τον θάνατο;
– Όχι Γέροντα.
Για μένα βέβαια, παρόλο που είχα χάσει τον αδελφό μου και ήξερα τι εστί τέτοιος θάνατος παραξενευόμουν και του έλεγα,
– Όχι Γέροντα, δεν μου έχετε μιλήσει.
– Άντε μωρέ, άλλη φορά θα σου μιλήσω.
Περνούσαν οι μέρες, οι επισκέψεις μου κοντά του ..
– Αθηνά σου έχω μιλήσει για το θάνατο;
Ε, κάποια στιγμή λοιπόν, οι ερωτήσεις αυτές επαναλαμβάνονταν. Μια φορά που πήγα πάνω μου λέει,
– Σήμερα είναι η μέρα να μιλήσουμε για τον θάνατο. Ξέρεις τι είναι θάνατος Αθηνά;
– Τί είναι Γέροντα;
– Μωρέ να, πώς να στο δώσω να το καταλάβεις μωρέ. Έτσι, πως να στο δώσω απλά να το καταλάβεις.
Είσαι στην κουζίνα σου και μαγειρεύεις και πλένεις τα πιάτα και συγυρίζεις και φτιάχνεις τα συρτάρια σου.
Ώσπου να ‘ρθει το μεσημέρι έχεις αποκάμει, γύρω εκεί στις δέκα και μισή έντεκα έχεις αποκάμει, και τι λες (αυτή είναι μία συνήθεια που την είχα και την έχω), τί λες αυτήν την ώρα;
Α, τώρα θα κάνω ένα ωραίο καφεδάκι, θα βάλω και το παξιμαδάκι μου δίπλα και το νεράκι μου και θα πάω να ξεκουραστώ στο σαλόνι μου.
Πράγματι, βάζεις το καφεδάκι σου στο δίσκο, ανοίγεις την πόρτα της κουζίνας σου και πας στο σαλόνι και απολαμβάνεις τον καφέ σου μέσα στο φως, που έχεις τόσα παράθυρα, μπαίνει ο ήλιος μέσα και βιώνεις το φως. Το κατάλαβες;
– Δεν μπορώ να το καταλάβω Γέροντα.
– Βρε κουτό, άκου να σου πω. Η ζωή σου στην κουζίνα είναι η ζωή μας της καθημερινότητος.
Ε, λοιπόν, τι λες εσύ την ώρα που κουράζεσαι; Ανοίγεις την πόρτα της κουζίνας σου, που έχεις κουραστεί πολύ εκεί, και βγαίνεις που δεν έχει τόσο φως, να μπεις στο φως στο σαλόνι σου που είναι όλα τακτοποιημένα, με τα λουλούδια σου στα βάζα, με τα ωραία σου καρεδάκια στα τραπέζια.
Σε ξεκουράζει αυτή η κατάσταση πάρα πολύ, σε αναπαύει και σε κάνει να χαίρεσαι και ξεχνάς την κόπωση που είχες στην κουζίνα σου. Το κατάλαβες παιδί μου;
– Ναι Γέροντα, αυτό το νοιώθω και γι’ αυτό πηγαίνω εκεί να πιω τον καφέ μου.
– Ναι παιδί μου. Τι είναι λοιπόν ο θάνατος; Την ώρα που πιάνεις την μπετούγια σου ν’ ανοίξεις την πόρτα και μπαίνεις στο φως, αυτό ακριβώς νοιώθει η ψυχή όταν φεύγει απ’ το σώμα του ανθρώπου.
Φεύγουμε δηλαδή απ’ τον κόπο, από την βάσανο, απ’ όλη την ταλαιπωρία της καθημερινότητος, των προβλημάτων, το βάρος που έχει γύρει τους ώμους μας, είτε νέοι είμαστε είτε ηλικιωμένοι είμαστε – η ηλικία δεν μετράται απ’ τον Θεό όπως μετράμε εμείς εδώ- και μπαίνεις μέσα στο φως και απολαμβάνεις.
Αυτός είναι ο παράδεισος. Που υπάρχει φως, υπάρχει τάξις, υπάρχει αρμονία, υπάρχει άρωμα, υπάρχει ευωδία, υπάρχουν λουλούδια και έχεις τα παράθυρά σου ανοιχτά και απολαμβάνεις τον κήπο και απολαμβάνεις ..
.. έδινε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην εικόνα του σαλονιού μου για να το καταλάβω.
Αυτήν την ιστοριούλα που σας διηγούμαι μου την είπε πάρα πολλές φορές.
Οπότε,
– Α έτσι είναι Γέροντα. Ο θάνατος δηλαδή. Τι κάνουμε; Κραπ την πόρτα της κουζίνας μας και μπαίνουμε στο σαλόνι μας, έ;
– Ναι μωρέ, πιστεύω ότι τώρα το κατάλαβες.
Μου το είχε πει πολλές φορές για να το καταλάβω.