Ο πατέρας Ιερώνυμος του Ι. Ναού της Αναλήψεως στην Αθήνα, ο Σιμωνοπετρίτης αυτός ο Όσιος του Θεού, ήταν ιδιαίτερα ελεήμων.
Είχε ένα συρτάρι όπου έβαζε ό,τι του έδιναν, και έβγαζε να δώσει ό,τι έπιανε το χέρι του, χωρίς να τα κυττάζει. Ήξερε όμως απόλυτα και τί έβαζε και τί έδινε.
Μία φορά, ο μακαρίτης ο Γέρο Γελάσιος, ως Επίτροπος του Μοναστηριού, βρέθηκε εκεί στο Μετόχι και έβαλε τις φωνές στον Άγιο Γέροντα, γιατί τάχα είναι πολλές ελεημοσύνες που δίνει και ξοδεύει τα χρήματα του Μοναστηριού.
Αλλοιώς σκεφτόταν ο ένας, αλλοιώς σκεφτόταν ο άλλος.
Και ο πατήρ, γεμάτος σθένος και θεϊκό ζήλο απάντησε:
-“Από ελεημοσύνας προέρχονται και εις ελεημοσύνας υπάγουν.”
Ο Γέρων Ιερώνυμος δεν ήταν μόνο ο ίδος άκρως ελεήμων.
Είχε διδάξει και στους μαθητές και στις μαθήτριές του, που ήταν πολυάριθμοι, την χριστομίμητη αυτήν αρετή.
Από όλους τους Αναληψιμιώτες ξεχώριζε, και στο ύψος και στο πλάτος της ελεημοσύνης, ο γιατρός ο Ζαμάνης.
Ήταν και αυτός, αν καλοθυμάμαι, Μικρασιάτης, έμενε και κοντά στην Ανάληψη, και ακολουθούσε τον όσιο Γέροντα κατά γράμμα.
Μία από τις ευλογημένες συνήθειες του γιατρού Ιωάννη ήταν να εξαφανίζεται κάθε σαββατόβραδο.
Με το που τελείωνε ο αναστάσιμος εσπερινός, έπαιρνε το αυτοκίνητο και εξαφανιζόταν.
Κανείς δεν γνώριζε πού πήγαινε και τί έκαμνε.
Μόνον βέβαια ο Γέροντας τό ήξερε.
Ένα σαββατόβραδο, ο Κύριος Χαράλαμπος – άλλος θαυμάσιος άνθρωπος του Θεού, λεβέντης Ρουμελιώτης, με χαμόγελο μικρού παιδιού – λέει στον γιατρό:
-“Γιατρέ, απόψε θα με πάρεις μαζί σου. ”
-“Χαράλαμπε, μην έρχεσαι, δεν θα αντέξεις, θα το μετανοιώσεις. ”
-“Όχι, θα έρθω. ”
-“Ε, καλά, έλα. Αλλά να ξέρεις, θα στενοχωρηθείς.”
Τελείωσε λοιπόν ο αναστάσιμος εσπερινός, και τα δυό πρωτοπαλλήκαρα της Αναλήψεως, κατέβηκαν από το Μετόχι.
Το αυτοκίνητο του γιατρού ήταν γεμάτο μέχρι απάνω. Φάρμακα και τρόφιμα.
-“Γιατρέ, τί είναι αυτά; “Ρωτάει ο Χαράλαμπος.
-“Σώπα, θα δεις. “Λέει ο γιατρός.
Ξεκίνησαν και σε λίγο μπήκαν σε κάτι στενά δρομάκια, όσο που χωρούσε το αμάξι του γιατρού.
Σε λίγο σταματούν σε ένα χαμόσπιτο.
Κατεβαίνει ο γιατρός, δεν λέει τίποτα στον κυρ Χαράλαμπο, αλλά εκείνος, θέλεις τρομαγμένος από την άγνωστη περιοχή θέλεις φοβισμένος από το ύφος του γιατρού, σιγά σιγά, κατέβηκε και τον ακολούθησε.
Μπήκαν μέσα.
Οι γονείς, υπερήλικες, και δυό παιδιά, παλληκάρια, παράλυτα και τυφλά.
Ο γιατρός έβαλε ποδιά, ζέστανε νερό και έπλυνε πρώτα τα παράλυτα παιδιά και ύστερα τους δύο γέρους.
Και όταν τελείωσε, κατέβασε από το αμάξι φάρμακα και τα αναλογούντα τρόφιμα.
Ο Χαραλάμπης έπαθε σόκ από την όλη αμόσφαιρα.
Όταν τελείωσαν ξεκίνησαν, να φύγουν.
Ο Χαραλάμπης αποσβολωμένος, δεν μιλούσε.
Κάναν λίγον δρόμο με το αμάξι, σιωπηλοί, και ξανασταμάτησαν. Κατέβηκαν σε ένα άλλο χαμόσπιτο, όπου κατοικούσε μία γριά μητέρα μέ μία κωφάλαλη θυγατέρα.
Τα ίδια και εδώ.
Ο γιατρός τις έπλυνε, συμμάζεψε λίγο, έφερε φάρμακα και τρόφιμα και έφυγαν.
Μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο, ο Χαράλαμπος ξέσπασε σε λυγμούς. -“Γιατρέ, τί είναι αυτά; “Κατάφερε να ξεστομίσει.
-“Σώπα, Χαράλαμπε. Τώρα μόλις αρχίσαμε. ”
-“Γιατρέ, δεν αντέχω.”
-“Χαράλαμπε, κάτσε μέσα στο αμάξι και μην κατεβαίνεις”. Συμφώνησαν.
Αλλά τα δρομολόγια του γιατρού δεν τελείωσαν.
Ήταν νωρίς ακόμα.
Αυτή η δουλειά κράτησε μέχρι σχεδόν τα μεσάνυχτα.
Πήγαιναν με το αυτοκίνητο, σταματούσαν.
Κατέβαινε ο γιατρός, έκαμνε τα απαραίτητα, άφηνε φάρμακα και τρόφιμα και συνέχιζαν στους επόμενους αδελφούς του Χριστού.
Και αυτό συνεχίζονταν όλα τα χρόνια, από το τέλος του Εσπερινού του Σαββάτου μέχρι σχεδόν τα μεσάνυχτα.
Ο Χαράλαμπος τρομοκρατήθηκε.
-“Γιατρέ, τί κάνεις; ”
-“Χαράλαμπε, μη μιλάς.”
Ο Γέρων Ιερώνυμος ο παππούλης της Ανάληψης απεβίωσε οσιακά τον Γενάρη του 1959.
Ο γιατρός εκοιμήθη αργότερα, συνεχίζοντας το μυστικό έργο του καλού Σαμαρίτη.
Στα Σαράντα, στο μνημόσυνο του γιατρού, όλη η φαμελιά του, είδαν το ίδιο όνειρο.
Η σύζυγος, ο γιός, οι θυγατέρες και η αδελφή του, που απεβίωσε ως Ιερωνύμη Μοναχή πολύ αργότερα.
Ποιό ήταν το όνειρο;
Ήταν σε ένα φωτεινό μέρος, ένα στρωμμένο τραπέζι.
Στην κορυφή καθόταν ο Χριστός και στα δεξιά του ο γιατρός.
Οι υπόλοιπες θέσεις ήταν γεμάτες με τους ασθενείς που υπηρετούσε.
Στην μέση στο τραπέζι αυτό, ένα πελώριο σταφύλι.
Πήρε ο Χριστός την πιατέλλα με το σταφύλι, πήρε τρεις ρώγες, και την έδωσε στον γιατρό:
-“Γιατρέ, πάρτο να το μοιράσεις, “τον είπε.
Πολύ αργότερα, καθόμασταν, μιά συντροφιά στην Ανάληψη, και ο Κυρ Χαράλαμπος, περασμένα ογδόντα πλέον, άφταστος στις διηγήσεις γιά τον άγιο γέροντά του, μας έλεγε το τί είχε τραβήξει, εκείνο το Σαββατόβραδο με τον Γιατρό.
Και ύστερα μας είπε το όνειρο της οικογένειας.
Στις άκρες των ματιών του είχαν αρχίσει να γράφουν δρόμους σταγόνες τα δάκρυα.
Ο Θεός να αναπαύσει τις μακάριες ψυχές των κρυφών εργατών του μυστικού του αμπελώνα.
Αμήν. Δόξα τω Θεώ.
Γνωρίσαμε αγίους, κρυφούς, μυστικούς, άγνωστους ανθρώπους του Θεού.
Οι προσευχές τους να μας σκεπάζουν, γιατί ο δρόμος είναι μακρύς ακόμα και έχει άγνωστες στροφές και χαράδρες.
Αδελφοί, να μην ξεθαρρεύουμε..
Αμήν.
? Αρχιμ. Πορφύριος Ι.Μονη Τιμίου Προδρόμου Βέροιας