Ένα από τα ερωτήματα που συχνά οι άνθρωποι θέτουμε στις σχέσεις μας με τους άλλους είναι αν η αγάπη είναι με ζήλο, με θέρμη, με αφοσίωση.
Αφοσίωση σημαίνει νους και ζωή να είναι προσανατολισμένα στον άλλο. Ο άλλος να είναι η προτεραιότητά μας, ο παράδεισός μας. Από αυτόν να ξεκινά η ζωή μας και σ’ αυτόν να καταλήγει.
Ακόμη κι αν ο χαρακτήρας του έχει ψεγάδια, ακόμη κι αν μας δυσκολεύει, επιλογή μας είναι η αγάπη μέχρι τέλους ή όσο αντέξουμε.
Όμως δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη σ’ αυτόν τον δρόμο. Ο ζήλος για τον άλλο γίνεται απόφαση που υλοποιείται και φτάνουμε την σχέση στο σημείο της λατρείας.
Γιατί αυτός ο δρόμος είναι πιο εύκολος σε σχέση με τα παιδιά μας και λιγότερο διαρκής σε σχέση με τον/την αγαπημένο/η; Μία πρόχειρη απάντηση είναι ότι από τα παιδιά μας δεν περιμένουμε τίποτα.
Η σχέση μας στηρίζεται στην κυριαρχικότητα που γίνεται προσφορά.
Ο αδύναμος έχει ανάγκη τον ισχυρό και ο ισχυρός αισθάνεται καλά να νιώθει την εξάρτηση από το πρόσωπό του.
Αυτή η εξάρτηση συχνά γίνεται άρνηση να δει ο ισχυρός ότι ο αδύναμος μεγαλώνει, αρχίζει να ζητά την ελευθερία του, βρίσκει ταυτότητα εξόδου από την κυριαρχικότητα.
Αυτό συμβαίνει στην εφηβεία κατά πρώτον, αλλά και όταν το παιδί μας αποφασίζει να χτίσει σχέσεις που καθιστούν τον γονιό όχι προτεραιότητα, αν και κατά βάθος η σκιά του παραμένει ζωντανή μέσα στην καρδιά και τη ψυχή του παιδιού.
Όσο κι αν το παιδί απωθεί το ερώτημα, το «τι θα έλεγε ο γονιός μου;», φανερώς ή αφανώς ζητά απάντηση.
Κι αν τόσο το παιδί, όσο κι ο γονιός δεν έχουν οριοθετήσει ξανά τα στοιχεία της σχέσης τους που σίγουρα δεν μπορεί να κινούνται στη λογική της συνεξάρτησης, αλλά στη λογική της ελεύθερης επιλογής να συνυπάρχουν εκεί που χρειάζεται και να κινούνται αυτόνομα αντίστοιχα, η αγάπη, ενώ θεωρείται δεδομένη, δεν λειτουργεί στην προοπτική του ζήλου και τα παράπονα εμφανίζονται αμφίπλευρα.
Ο ομφάλιος λώρος κόβεται κατά τη γέννηση του παιδιού. Όμως το συνοδεύει ουσιαστικά καθόλη τη διάρκεια της ζωής του. Το παιδί δεν έλαβε μόνο την τροφή και την αυξητικότητα στην κοιλιά της μάνας του.
Και από τους δύο γονείς έχει λάβει στοιχεία που θα αποκαλύψουν τον χαρακτήρα του, έχει λάβει τις ιδέες, τις παραδόσεις, τις αξίες που πηγάζουν από τις γενεαλογίες των γονιών του, ενώ ένα είδος κοινωνικού και πνευματικού λώρου θα το συνδέει για πάντα με το σπίτι, με αιχμή του δόρατος τα συναισθήματα.
Πάνω σ’ αυτά χτίζει. Η προσωπικότητά του παίζει ρόλο για το αν η αγάπη συνοδεύεται από την ελευθερία και η αφοσίωση δε γίνει υποχρέωση.
Αντίστοιχα, συμβαίνει και στην σχέση μας με τον Θεό.
Ο Θεός, λέει η Γραφή, είναι ζηλωτής. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι θέλει αποκλειστικότητα από τον άνθρωπο. Του αρκεί και μια χαραμάδα στην καρδιά μας για να δώσει το φως της αγάπης.
Ο Ίδιος όμως αγαπά με αφοσίωση, μέχρι σταυρού, τον καθένα μας. Το ερώτημα είναι κατά πόσον εμείς χτίζουμε προσωπικότητα που πιστεύει και ανταποκρίνεται στην αγάπη αυτή.
Που λατρεύει με εμπιστοσύνη.
Ο εκκοσμικευμένος άνθρωπος λειτουργεί στο επίπεδο του συμβολικού. Ο Θεός είναι μία ιδέα ή μια μεταφυσική προοπτική και όχι Πρόσωπο που καλεί σε σχέση. Ας αναρωτηθούμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» στο φύλλο της Τετάρτης 20 Μαΐου 2020