Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἀγωνίζεται στήν ἐν Χριστῷ ζωή ἱκανοποιεῖ τό θρησκευτικό του συναίσθημα προσκολλημένος στόν τύπο, στόν νόμο, στό πρόγραμμα, στό σχέδιό του. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀναπαύει τή συνείδησή του.
Στό Γεροντικό ἀναφέρεται ἡ ἐξῆς ἱστορία : Ἕνας γέροντας εἶπε στούς ὑποτακτικούς του νά πᾶνε σέ ἀγρυπνία. Τό δικό του θέλημα ἔγινε ἕνα μέ τό θέλημα τῶν ὑποτακτικῶν.
Λειτούργησε ἄψογα ἡ δυαδική σχέση, γέροντα-ὑποτακτικῶν. Πηγαίνοντας στήν ἀγρυπνία, συνάντησαν ἕναν πληγωμένο διαβάτη. Τόν προσπέρασαν βιαστικά δικαιολογώντας τόν ἑαυτό τους πώς πηγαίνουν σέ ἀγρυπνία καί δέν πρέπει νά παρακούσουν τόν γέροντά τους.
Ὕστερα ἀπό λίγη ὥρα διέβη τόν ἴδιο δρόμο καί γέροντάς τους. Στενοχωρήθηκε πού οἱ ὑποτακτικοί του δέν ἔδειξαν φροντίδα στόν ἀδελφό. Τόν φορτώθηκε λοιπόν στούς ὤμους καί κίνησε γιά τό πλησιέστερο χωριό.
Ὁ ἱδρώτας του ἔτρεχε ποτάμι. Ξαφνικά ἄρχισε νά νιώθει τό φορτίο πολύ ἐλαφρύ, ἐνῶ στή συνέχεια δέν αἰσθανόταν καθόλου τό βάρος του. Γύρισε πίσω νά δεῖ τί συμβαίνει καί εἶδε μέ ἔκπληξη ἕναν ἄγγελο.
Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Μέ ἔστειλε ὁ Θεός νά σέ πληροφορήσω ὅτι οἱ δυό ὑποτακτικοί σου δέν εἶναι ἄξιοι τῆς βασιλείας Του διότι δέν ἔχουν ἀγάπη» (Εὐεργετινός, τόμ. Δ΄, Ἀθήνα 1988, σελ. 281-86).
Ἦταν πολύ πικρή ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀγγέλου στόν ὅσιο γέροντα, διότι ἀστόχησαν οἱ δυό ὑποτακτικοί του στήν τριαδική σχέση. Οὐσιαστικά, δέν ἀγαποῦσαν οὔτε τόν γέροντά τους.
Εἶχαν κολλήσει στόν τύπο κι ἔκαναν στεγνή ὑπακοή. Ἄν εἶχαν φτάσει στήν ἀγάπη, θά γνώριζαν τό πνεῦμα τοῦ γέροντά τους καί δέν θά ἀδιαφοροῦσαν γιά τόν ἄρρωστο ἀδελφό. Ἡ “ἀνυπακοή” τους αὐτή θά ἦταν ἀρεστή καί στόν γέροντά τους.
Μία γυναίκα ἀπό τήν Κύπρο, ἀπό ἀγάπη γιά τήν οἰκογένειά της, ἔκανε πράγματα πού τήν ταπείνωναν· συμμετεῖχε σέ ὅλες τίς κοσμικές δραστηριότητες τοῦ συζύγου της χωρίς ἡ ἴδια ἐσωτερικά νά συγκατατίθεται σέ αὐτές.
Ἔτσι, ἐνῶ φαινομενικά διασκέδαζε μέ τόν ἄντρα της σέ νυχτερινά κέντρα, μέσα της φλεγόταν ἀπό προσευχή.
Ὁ Θεός εἶδε τή θυσία της καί τήν ἀγαθή της πρόθεση καί τελικά ὁδήγησε τόν ἄντρα της στή μετάνοια, ἔσωσε τήν οἰκογένειά της ἀπό διαζύγιο καί εὐλόγησε τά παιδιά της.
Στό νοσοκομεῖο ὁ σπουδαῖος χειρουργός δύναται νά κάνει προσωρινή ἀνυπακοή στόν ἀσθενή καί νά ἀναβάλλει τήν προγραμματισμένη ἐγχείρηση ἐνόψει κάποιου ἔκτακτου περιστατικοῦ.
Ὁ ἱερέας, ἐπίσης, δέν μπορεῖ νά ἔχει ποτέ δικό του πρόγραμμα. Ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῶν ἐνοριτῶν προσαρμόζει τούς ρυθμούς τῆς ζωῆς του. Πηγαίνει, γιά παράδειγμα, στόν ναό γιά τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ.
Καθ’ ὀδόν συναντᾶ ἕναν ἐνορίτη πού τόν καθυστερεῖ πέντε λεπτά, γιά νά τοῦ ἐκμυστηρευτεῖ τό πρόβλημα πού τόν ἀπασχολεῖ. Λαχανιασμένος, ξεκινᾶ τόν ἑσπερινό μέ πέντε λεπτά καθυστέρηση.
Τί λέτε;Ὁ Θεός θά χαρεῖ ἤ θά λυπηθεῖ μέ αὐτή τήν καθυστέρηση; Ὁ Θεός χαίρεται νά χάνεις τό πρόγραμμά σου ἀπό πόνο καί ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄλλον, ἐνῶ λυπᾶται ὄταν χάνεις τό πρόγραμμά σου ἀπό τεμπελιά καί ἀναισθησία.
Ἄς μή βγάζουμε λοιπόν εὔκολα συμπεράσματα, κρίνοντας τίς ἐνέργειες τῶν συνανθρώπων μας ὅταν δέ γνωρίζουμε τίς βαθύτερες προθέσεις τους. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε ἀγαθή πρόθεση ὅταν δίωκε τούς Χριστιανούς.
Κϊνητρό του ἦταν ἡ μεγάλη του ἀγάπη στίς πατρικές παραδόσεις. Γι’ αὐτό ἡ μεταμόρφωσή του ἦταν ὁλική, γενόμενος Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν.
Ἀρχιμ. Ἀρσενίου Κωτσόπουλου, “Ἐκπλήξεις Χάριτος”, Ἀθήνα 2010, σελ. 394-396.